βρεφούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρεφούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρεφούλλι τὸ, ἀμάρτ. βρεφούλλ’ Πόντ. (Χαλδ.) γρεφούλλ’ Πόντ. ρεφούλλιν Πόντ. (Κερασ.) ρεφού’ Πόντ. (Ὄφ.) ρεφούλλ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βρεφύλλιον. Εἰς τὸ ρεφούλλιν ἀπεβλήθη τὸ β κατ᾿ ἀνομοίωσιν πρὸς τὸ ἑπόμενον φ.
Σημασιολογία
Βρέφος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τὸ μωρὸ μ’ ἀκόμαν ρεφούλλ’ ἔν’ Τραπ. Ἀκόμη ρεφούλλιν παιδὶν ἔνι Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA