βρεχουλλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρεχουλλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρεχουλλίζω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ρ. βρέχω διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ουλλίζω, δι᾿ ἣν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,584 ἢ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βρεχούλλα παρὰ τὸ βροχούλλα.

Σημασιολογία

Βρεχανίζω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. Ἀ’ ταχυτέρου βρεχουλλίζει (ἀ’ = ἀπὸ) Ἀπύρανθ. Ὅλη μέρα βρεχούλλιζε σήμερα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/