ἀναστάτορας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστάτορας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναστάτορας ὁ, Ἀμοργ. Κρήτ. Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναστάτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άτορας

Σημασιολογία

Δραστήριος καὶ ἐπιμελὴς κτη ματίας προάγων ἀγρὸν ἢ κῆπον διὰ τῆς ἑντατικῆς καλλιεργείας καὶ ἐμφυτεύσεως δένδρων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/