ἀναστατώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστατώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστατώνω σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀναστατῶ.

Σημασιολογία

Φέρω ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, ἀνατρέπω τὴν τάξιν: Αὐτὸς ἀναστάτωσε τὸ σπίτι-τὴ γειτονιˬὰ μὲ τοὶς φωνές του. Ἡ ἀρρώστιˬα μᾶς ἀναστάτωσε. ’Αναστατωθήκαμε ἀπὸ τὴν εἴδησι σύνηθ. ‖ ᾎσμ. Σ’ εἶδα ποῦ νὰ μὴ σ᾽ ἔβλεπα, σὲ ξαναβλέπω πάλι, καὶ πάλι μ᾽ ἀναστάτωσε καινούργιˬα παραζάλη Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. ΚΔ. (Πράξ. Ἀποστ. 17,6) «οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισν. Συνών ἀναδεύω Β 1, ἀνακατώνω Β 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/