ἀνάστεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάστεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάστεμα τό, ἀνάστημα πολλαχ. ἀνάστεμα Χίος-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνάστεμαν Ποντ (Τραπ. κ. ἀ.) ἀνάστιμαν Λυκ (Λιβύσσ.) ἀνέστημα Χίος ἀνέστεμα Κάρπ. (Ἐλυμπ.) Κρήτ. ᾽νέστεμα Κρήτ. (Σητ.) Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναστένω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀναθρέψῃ τις παιδίον Πόντ (Τραπ.)-Λεξ. Πρω.: Τοῦ παιδίων τ᾽ ἀνάστεμαν Τραπ. Συνών. ἀνάστα 2, ἀναθροφὴ 1, ἀναστεμός 1. β) Μετων. παῖς ἀνατραφεὶς καὶ αὐξηθεὶς δι᾿ ἐξόδων καὶ φροντίδων τινός, συνήθως ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν μοναχῶν πολλαχ. Ὁ δεῖνα εἶναι ἀνάστημα τοῦ δεῖνα. 2) ’Εκχέρσωσις γῆς ἢ βελτίωσις ἀγροτικοῦ κτήματος διὰ καλλιεργείας καὶ ἐμφυτεύσεως δένδρων κττ. καὶ ἡ ἀνάδειξις αὐτοῦ εἰς προσοδοφόρον κτῆμα-Λεξ. Πρω : Δούλεψα πολὺ γιˬὰ τὸ ἀνάστεμα αὐτοῦ τοῦ χωραφιˬοῦ. β) Προσοδοφόρον κτῆμα δημιουργοῦμενον διὰ καλλιεργείας καὶ ἐμφυτεύσεως Καρπ (Ἔλυμπ.) Κεφαλλ. Κρήτ.-Χίος Λεξ. Δημητρ.: Δικό μου ἀνάστημα εἶναι τ᾽ ἀμπέλι-τὸ χωράφι Λεξ. Δημητρ. ᾿΄Εκαμε πολλὰ ἀναστέματα Χίος. Συνών. ἀναστησιˬὰ 2. γ) Δένδρον ἢ ἄλλο φυτὸν φυτευόμενον καὶ ἀναπτυσσόμενον διὰ τῆς ἐπιμελείας τινὸς Κεφαλλ. Συνών. ἀναστησιˬὰ 2 β. δ) Ἐπισκευή, ἐπιδιόρθωσις τοίχου ἀγροτικοῦ κτήματος Κρήτ. (Σητ.): Ἄς τῶσε κάμωμε κιˬ ὀφέτος ἕνα ᾿νέστεμα κιˬ ἂς ξεχαλάσουνε τὁ χειμῶνα. 3) Φάρμακον διὰ τοῦ ὁποίου ἀνακτᾷ τις δυνάμεις, τονωτικόν, δυναμωτικὸν Λυκ (Λιβύσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA