ἀναστεμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστεμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναστεμὸς ὁ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,417 καὶ ᾿Ακαδ. Ἀναγν 3,261 ἀναστησμός Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναστένω.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανατροφὴ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ ἔνθ’ἀν.: Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἀναστεμὸ δὲν ἔχει (δὲν δύναται νὰ τραφῇ, νὰ ἀναπτυχθῇ σωματικῶς). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάστεμα 1. 2) ᾿Ανάστασις, ἀναζωογόνησις, μεταφ. ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ ὀπωρῶν εὐγέστων καὶ εὐωδῶν καὶ γενικώτερον ἐπὶ προσώπων καὶ λόγων εὐχαρίστων Μέγαρ. -ΓΧατζιδ. ᾿Ακαδ. Ἀναγν. ἔνθ’. ἀν. : Ἀναστησμός ἤτανε Μέγαρ. Νόστιμες κουβέdες ποῦ λές, ἀναστησμὸς εἶσαι! αὐτόθ. Ὄμορφος ποῦ εἶσαι, ἀναστὴσμός! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA