βρέχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρέχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρέχω κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βρέχ-χω Χίος (Πυργ.) βρέχου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. βέεχου Σαμοθρ. βρέχνω Καππ. Προπ. (Κύζ.) βράχω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἰβρέχω Κύπρ. Μεγίστ. γ΄ ἑνικ. πρόσωπ. βρέχει Ἀπουλ. Καλαβρ. ἰβρέχει Ἀπουλ. Παθ. βρέχουμαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) βρέχκομαι Πόντ. (Οἰν.) βρέχκουμαι Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) βράχκουμαι Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) βροχει͜οῦμαι ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 666 βροχει͜ῶμαι Πελοπν. βρουχει͜ῶμι Στερελλ. (Φθιῶτ.) βρουχίζουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἀπαρ. βραῆναι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βραῆν’ Πόντ. (Κερασ.) β΄ πληθ. πρόσωπ. βραήνετε Πόντ. (Ὄφ.) Μετοχ. βρεγμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) βρεμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) βριμένους βόρ. ἰδιώμ. βρεχμένος Πόντ. (Κερασ.) βριχμένους Μακεδ. βραγμένος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) βραχμένος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) βραμένος Πόντ. (Κερασ.) βρεχούμενος σύνηθ. βριχούμινους βόρ. ἰδιώμ. βρεχάμενος σύνηθ. βριχάμινους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βρέχω. Ὁ τύπ. Πόντ. βράχω κατ’ ἀναλογικὴν ἐπίδρασιν τοῦ αὐτόθι ἀορ. ἐβράχα. Περὶ τοῦ κλιτοῦ τύπ. βραήνετε τοῦ ἀπαρ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 45 κἑξ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῶν μετοχ. βρεχούμενος καὶ βρεχάμενος ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 13 – 17.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ὑγραίνω τι δι’ ὕδατος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, διαβρέχω κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὰ βρέχω τὰ μαλλιˬά μου γιˬὰ νὰ στρώσουν. Βρέχω τὰ χέριˬα μου. Βρέχω τὴ σκούπα γιˬὰ νὰ μὴ σηκωθῇ σκόνι. Τὸν ἔβρεξε μὲ ροδόσταμα. Βράχηκα ὥς τὸ κόκκαλο (ἔγινα διάβροχος). Βρεμένος ὣς τὸ κόκκαλο κοιν. Τὸ μωρὸν ἔβρεξεν τὰ λώματ’ ἀθε (τὰ ροῦχά του) Τραπ. Χαλδ. Οὐ βρέεται τὸ τιφάλι μ᾿ (δὲν βρέχεται τὸ κεφάλι μου) Ὄφ. Νὰ εἴετε σταθήνετε ἐπάν’ ᾽ς σὸ ρδόμο, εἴετε βραήνετε (ἂν εἴχετε σταθῆ ἐπάνω εἰς τὸν δρόμον, θὰ εἴχατε βραχῆ) αὐτόθ. || Φρ. Νὰ τὰ βρέξωμε ἢ θὰ τὰ βρέξωμε (ἐνν. τὰ καινούργια σου ροῦχα, ὑποδήματα κττ., δηλ. νὰ μᾶς κεράσῃς διὰ νὰ σοῦ εὐχηθῶμεν νὰ τὰ παλαιώσῃς μὲ ὑγείαν) κοιν. Ἔβρεξα τὸ στόμα μου ἢ τὴ γλῶσσα μου (ἔπια ἐλάχιστόν τι) πολλαχ. Βρέχου τὰ ροῦχα (πλύνω αὐτὰ μὲ ψυχρὸ νερὸ) Σάμ. || Παροιμ. φρ. Ἄν δὲ βρέξῃς πόδιˬα, δὲν τρώς ψάρι (τ᾽ ἀγαθὰ διὰ κόπου ἀποκτῶνται). || Αἴνιγμ. Ἔχω ἕναν σανιδόπον, | κεῖται ἀπέσ’ ᾽ς ἕναν νερόπον, πάντα βρέεται καὶ κἀμμίαν ᾿κὶ σέπεται (ἔχω ἕνα σανιδάκι, κεῖται μέσα εἰς ἕνα νεράκι, πάντοτε βρέχεται καὶ ποτὲ δὲν σήπεται, ἡ γλῶσσα) Κερασ. Συνών. ἀποβρέχω 1. Β) Οὐρῶ σύνηθ.: Ἔβρεξε τὸ μωρὸ τὸ στρῶμα του. Καὶ παθ. βρέχομαι, οὐρῶ καθ’ ὕπνον εἰς τὸ στρῶμα σύνηθ.: Βρέχεται κἄποτε τὸ παιδί. 2) Πέμπω, ρίπτω βροχὴν κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βρέχει ὁ Θεὸς - ὁ οὐρανὸς κοιν. Ἐὼ σ’ ἔχω, Θεέ μου, πῶς θὰ βρέξῃς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Πέντε μέρες βρέει ὁ Θεὸς κ᾿ ἕξι τὸ παλαι͜όσπιτο (ἐπὶ σαθρᾶς οἰκίας, τῆς ὁποίας διαρρέει ἡ στέγη) πολλαχ. || Γνωμ. Μάρτις βρέχει; ποτὲ μὴν πάψῃ (ὅτι ἡ κατὰ Μάρτιον πίπτουσα βροχὴ εἶναι πολὺ εὐεργετικὴ διὰ τὴν γεωργίαν) Ἤπ. Ἄν βρέξ’ ὁ Μάρτις δυˬὸ νερὰ κιˬ, Ἀπρίλις ἄλλο ἕνα, χαρὰ ’ς ἐκεῖνον τὸ ζευγᾶ ποῦ ’χει πολλὰ σπαρμένα πολλαχ. Ντό ἔβρεξεν ὁ οὐρανὸν ἡ γῆ νὰ μὴ ’κ’ ἐδέχτεν; (τί ἔβρεξεν ὁ οὐρανὸς ποῦ νὰ μὴ τὸ δεχθῇ ἡ γῆ; Ἐπὶ τοῦ ἀναγκαστικῶς ὑποκύπτοντος εἰς τὰς διαταγὰς ἰσχυροτέρου ἢ ἀγογγύστως ὑφισταμένου τὰς ἐπιπλήξεις του καὶ γενικώτερον τοῦ ὑπομένοντος τὰς ἀτυχίας τῆς μοίρας) Τραπ. || ᾌσμ. Βρέχουν χιˬονίζουν τὰ βουνὰ κ’ οἱ κάμποι χαλαζώνουν κ᾿ ἡ θάλασσα ταράζιτι κ’ ἡ γῆς ἀνατρουμάζει Μακεδ. Συνήθε͜ια τό ’χουν τὰ βουνὰ νὰ βρέχουν νὰ χιˬονίζουν Πελοπν. Βρέ’ ἡ βρεή, ᾿κὶ βρέχκουμαι, διψῶ, νερὸν ᾿κὶ πίνω, κορ’τζόπον, ἀσ’ σὰ έρ σου φαρμάκ’ νὰ δίς με πίνω (βρέχει ἡ βροχή, δὲν βρέχομαι, διψῶ, νερὸ δὲν πίνω, κοριτσάκι, ἀπὸ τὰ χέρια σου φαρμάκι νὰ μοῦ δώσῃς τὸ πίνω) Χαλδ. Ὁ Θν ἔστεσεν τὴ βρεὴν καὶ βρέει τουρκοπούλλ (ὁ Θεὸς ἐσταμάτησε τὴν βροχὴν καὶ βρέχει Τούρκους, δηλ. ἀντὶ βροχῆς ἐμφανίζει ἀμετρήτους Τούρκους) Τραπ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Γέν. 2, 5) «οὐκ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν», αὐτόθ. 19, 24 «Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον», Ψαλμ. 77, 27 «ἔβρεξεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὡσεὶ χοῦν σάρκας καὶ ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν πετεινὰ πτερωτά». β) Παθ πίπτει ἐπ’ ἐμὲ βροχή, δέχομαι βροχὴν Πελοπν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἆσμ. Τί ἔχουν τῆς Μάνης τὰ βουνὰ καὶ στέκουν βουρκωμένα; δίχως χιˬονιˬᾶ χιˬονίζονται, δίχως βροχὲς βροχει͜ῶνται Πελοπν. γ) Ἀπροσ. πίπτει βροχὴ κοιν. Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἔχει καιρὸ νὰ βρέξῃ. Ἄρχισε νὰ βρέχῃ. Χτὲς ὅλη μέρα ἔβρεχε κοιν. Σὰν ἰμπρέπει ᾽ὲν ἰβρέχει Μεγίστ. Βρέ’ καὶ στέκ’ (ἤρχισε νὰ βρέχῃ) Χαλδ. || Φρ. Βρέχει μὲ τὸ ἀσκὶ - μὲ τὸ κανάτι - μὲ τὸ τουλούμι - μὲ τὴ στάμνα (βρέχει κρουνηδόν, ραγδαίως) κοιν. Ὄχι, μόνε βρέχει (ἀπάντησις εἰς τὸν ἀρνούμενόν τι διὰ τῆς λέξεως ὄχι, τὸ ὁποῖον ὁ λέγων θεωρεῖ βέβαιον) Αἴγιν. Βρέξῃ χιονίσῃ (εἰς πᾶσαν περίστασιν) Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Τὸν ἔχουν μὴ στάξῃ καὶ μὴ βρέξῃ (τὸν περιποιοῦνται πολύ. Περὶ τῆς φρ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογραφ. Δελτ. 4 <1948> σ. 107). Ὅ,τι βρέξῃ ἂς κατεβάσῃ (λέγεται ὑπὸ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ τὰ ἐπακόλουθα τῆς πράξεώς του) κοιν. || Παροιμ. Ὅταν ἔπρεπε δὲν ἔβρεχε καὶ τὸ Μάι δροσολόγα (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως συμβαίνοντος) κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ.Δ. (Ἰακ. ἐπιστ. 5, 17) «προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ». Κατ’ ἐπέκτασιν καὶ ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν Ἤπ. κ.ἀ.: Παροιμ. φρ. Λᾴδι βρέχει, κάστανα χιˬονίζει (ἐπὶ τοῦ ὅλως ἀμερίμνου) Ἤπ. 3) Μεταφ. καταφέρω τι κατά τινος, ἐπὶ πληγμάτων καταφερομένων ὡς ραγδαία βροχὴ σύνηθ.: Δὲν ἀργῶ νὰ σοῦ τοὶς βρέξω (ἐνν. τοὶς γροθεˬὲς – ξυλεˬὲς – χαστουκεˬὲς κττ.) Τοῦ τοὶς ἔβρεξε. Β) Παθ. Ι) Μεθύσκομαι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ρόδ. Σάμ. κ.ἀ.: Βρά’καν γιˬὰ καλὰ κὶ δὲν ξέρ’ν τί τ᾿ς γένιτι Χαλκιδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἠλέτρ. 326 «μέθῃ βρεχθεὶς» καὶ Ἀθήν. 1, 23 a–b «εἴρηται τὸ βρέχειν καὶ ἐπὶ τοῦ πίνειν... δεῖ φαγόντας δαψιλῶς βρέχειν... Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος. -πέπωκας οὗτος; -πέπωκ’ ἐγὼ» (περὶ τῆς μετοχ. βρεμένος ἰδ. κατωτ.) Πβ. καὶ διάβροχος. ΙΙ) Ζημιώνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὲ τὸ ταξιδάκι εὐτὸ βράχηκε ’ιˬὰ καλά. Μετοχ. Α) Κυριολ. 1) Ὑγρός, βρεγμένος κοιν.: Βρεμένο ροῦχο - στρῶμα κττ. κοιν. || Φρ. Βρεμένο τὸ θέλει τὸ παξιμάδι (ἐπὶ τοῦ ἀναμένοντος τὰ πάντα ἕτοιμα παρὰ τῶν ἄλλων). Σὰ βρεμένη γάττα (ἐπὶ τοῦ κατῃσχυμένου καὶ περιφόβου ἐν συναισθήσει τοῦ σφάλματός του). Πῆρε τὰ βρεμένα του καὶ πάει ἢ ἔφυγε καὶ ἁπλῶς πῆρε τὰ βρεμένα του (ἔφυγε κατῃσχυμένος) σύνηθ. Τοῦ βρεγμένου τί νὰ τοῦ κάνῃ ἡ βροχή; (ἐπὶ ἐκείνου ὁ ὁποῖος εἶναι τόσον πολὺ ἐξοικειωμένος εἰς τὴν δυστυχίαν, ὥστε δὲν τοῦ κάμνουν ἐντύπωσιν νέα ἀτυχήματα) πολλαχ. Πέdε ᾿ς τὸ βρεμένο κ᾿ ἕξε ’ς τ᾽ ἄβροχο (ἐπὶ ἀδιαφορίας) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ σ᾿ ἁλατίσου μὶ τοὺ βριμένου τοὺ ἅλας κὶ μὶ τοὺ ἀτσάκ’ στου τοὺ πιπέρ’ (εἰρων. πρὸς μωρὸν μὴ γνωρίζοντα τί κάμνει) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) || ᾌσμ. Σκοτῶθαν δράκοι Ἕλλενοι μύριοι μυριάδες, οἱ μαῦροι ἐχλιμίτιζαν ’ς τὰ αἵματα βραγμένοι Τραπ. 2) Ὁ βρεχόμενος ὑπὸ βροχῆς Κρήτ. κ.ἀ. - (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1, 176): Βρεχάμενος ἐπῆγα Κρήτ. || ᾎσμ. ἀπ’ τὸ Θεὸ βρεχάμενοι κιˬ ἀπὸ τὰ κεραμίδιˬα (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. ἔνθ’ ἀν.) 3) Ὁ ἐκ τῆς βροχῆς προερχόμενος, ὑέτιος πολλαχ.: Βρεχούμενο ἢ βρεχάμενο νερό. Συνών. βροχήσιˬος, βρόχινος. 4) Βροχερός, ὑετώδης σύνηθ.: Ἄνοιξι βρεχάμενη Κέρκ. κ.ἀ. || Γνωμ. Χαρὰ ᾿ς τὰ Γέννα τὰ στεγνά, τὰ Φῶτα χιˬονισμένα καὶ τὴ Λαμπρὴ βρεχούμενη, τ᾿ ἀμπάριˬα γεμισμένα (εἶναι σημεῖον εὐφορίας, ἂν παρέλθουν ἄνευ βροχῆς τὰ Χριστούγεννα, μὲ χιόνια τὰ Φῶτα καὶ μὲ βροχὴ τὸ Πάσχα) σύνηθ. Β) Μεταφ. 1) Μεθυσμένος, οἴνῳ διάβροχος σύνηθ.: Πάλι βρεμένος εἶναι ὁ δεῖνα. 2) Ἀνόητος, τρελλὸς Κύπρ. Γ) Οὐδ. πληθ. οὐσ. 1) Τὰ ὕφαλα μέρη τοῦ πλοίου σύνηθ.: Τὸ καράβι τρύπησε’ς τὰ βρεχάμενα. 2) Μεταφ. μέρος καίριον, ἐπικίνδυνον, ἐπισφαλὲς Μεγίστ.: Φρ. Χτυπᾷ ’ς τὰ βρεχάμενα (λέγει λόγους προσβάλλοντας τὴν τιμήν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/