ἀναστεναγματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστεναγματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναστεναγματάκι τό, Εὔβ. (Κάρυστ.) ἀναστιναγματά’ Θρᾴκ. ἀναστινασματάκι Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνεστεναγματάκι Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ ἀναστέναγμα.

Σημασιολογία

’Ελαφρὸς ἀναστεναγμὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Τ᾿ ἀναστεναγματάκιˬα μου χαλάλι δὲ σ’ τὰ κάνω, φίδιˬα νὰ γίνουν νὰ σὲ φάν ᾿ς τὸν κόσμο τὸν ἀπάνου Κάρυστ. Τ᾿ ἀνεστεναγματάκιˬα μου, τὴ λαύρα τῶ σ᾽κωθιˬῶ μου μὴ τὴνε δώσῃς, γιˬαραbῆ, τῶ dουουμάνηδώ μου (dουουμάνηδω= ἐχθρῶν) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/