ἀναστενάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστενάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστενάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀναστινάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀνεστενάζω ᾿Αμοργ. Ἄνδρ. Δαρδαν Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κέως Α.Κρήτ Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) Νισυρ. ἀνιστινάζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰμβρ. Λέσβ. Σάμ. ἀναστενάσσω Κρήτ. ’νεστενάζω Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰκαρ. Νίσυρ. Ροδ Τῆλ. ᾽νεστενάντζω Ἀστυπ. ἀναστενῶ Καππ. (Ἀνακ. Μαλακ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναστενάζω.

Σημασιολογία

Στενάζω ἔνθ' ἀν.: Αὐτὸς ὅλο ἀναστενάζει. Γιˬατί, παιδί μου, ἀναστενάζεις; κοιν. Ντό βαθέα ἐνεστέναξεν! (πόσον βαθέως ἀνεστέναξεν!) Τραπ. ‖ Παροιμ ᾿Αναστενάζει καὶ δειπνᾷ', κλαίει καὶ γιˬοματίζει (ἐπὶ τοῦ ἀναξίως ταλαιπωρουμένου) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 12,150. ‖ ᾊσμ. ᾿Αναστενάζω, βγαίν᾿ ἀχνός, μέσα γιˬαέρνει ἡ λαύρα, ἀπ᾿ τὴ gαρδιˬά μου βγαίνουνε τὰ σύννεφα τὰ μαῦρα Κρήτ. Ἀνεστενάζω καὶ πετῶ αἶμα ’πὸ τὴν καρδιˬά μου Νίσυρ. Νυχτώνει, ξημερώνει, δὲν εἶναι βολετὸ νά μὴν ἀνεστενάξω, τὸ ἄχ νὰ μὴν τὸ πῶ Δαρδαν. Βρέχουν, χιˬονίζουν τὰ βουνὰ χ᾽ οἱ κάμποι χαλαζώνουν κ᾿ ἡ θάλασσα ταράζιτι κ᾽ ἡ γῆς ἀναστινάζει Μακεδ. (Σιάτ.)-Ποίημ. ’Σ τοὺς κάμπους ἀναστέναξα κ’ εἶπα δυˬὸ τραγουδάκιˬα κιˬ ὅλα τὰ δέντρα ἐμάρανα κιˬ ὅλα τὰ λουλουδάκια ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,243. Συνών ἀναρροχάξω 2. Μετοχ. ἀναστεναμένος 1) Ὁ ἄξιος νὰ ἀναστενάζῃ Κρήτ.: Ἄκουε μιˬὰ γλῶσσα τήνε βγάνει πρωί πρωί, ἄμε, μωρέ, ἀποπαέ, ἀναστεναμένε! 2) Δυστυχὴς Κρήτ.: ᾎσμ. Ἄφησ’ με, γρά μου, ἆφησ’ με τὸν κακαποδομένο, μά ’γὼ δὲν εἶμαι γιˬὰ δουλε͜ιὰ ό ἀναστεναμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/