γεροντιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεροντιˬάρης ἐπίθ. Εὔβ. (Κουρ.) γεροντζιˬάρης Λεξ. Βλαστ., 58 Δημητρ. γεροτζιˬάρης Κρήτ. (Κίς. Κυδων. Σέλιν. κ.ἀ.) γεροτζάρης Κρήτ. (Σητ.) Οὐδ. γεροντάρ᾽κου Πόντ. (Ἀμις. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ιˬάρης. Ὁ τύπ. γεροτζάρης ἐκ τοῦ γεροτζιˬάρης διὰ τὸ προηγούμενον ζ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 409.
Σημασιολογία
1) Ὁ γηραλέος, ὁ πολυετὴς Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν. Σητ. κ.ἀ.) Ποντ. (Ἀμις. Χαλδ.) – Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Δημητρ.: Γεροτζάρης εἶν᾽ ὁ τράγος καὶ δὲ ψήνεται Σητ. Γεροτζάρης εἶν᾽ ὁ τράγος καὶ δὲ bορεῖ bλιˬὰ νὰ καβαλλικεύγῃ τ᾽ς αἶγες αὐτόθ. Γεροτζάρης εἶν᾽ ὁ κλῶνος καὶ θέλει κὀψιμο αὐτόθ. || Παροιμ. Τὸ γεροντάρ᾽κον τὸ βούδ᾽ ἔβγἀλλ᾽ αὐλάκ᾽ (οἱ γέροντες εἶναι ἐμπειρότεροι τῶν νἐων) Ἀμισ. Χαλδ. 2) Ὁ ἔχων τὴν ἐμφάνισιν γέροντος, ὁ καχεκτικὸς Εὔβ. (Κουρ.) : Ξέρου τηνε· ἕνα γεροντιˬάρικο εἶναι. Συνών. γεροντομπασμένος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA