ἀχιˬόνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχιˬόνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχιˬόνιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀχιˬό’στους Μακέδ. κ.ἀ. ἀχιˬόνιγος πολλαχ. ἀνιχτος Πόντ. (Οἰν.) ἀνιγος Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀχιόνιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ χιονισθείς, ὁ μὴ καλυφθεὶς ὑπὸ χιόνων κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αχιˬόνιστος κάμπος. ’Αχιˬόνιστο βουνό. ᾿Αχιˬόνιστα δέντρα κοιν. β) Οὐσ., τόπος ὅπου οὐδέποτε πίπτει χιὼν Πόντ. (Τραπ.): Τὰ ελιδόν κιˬ ἀερανοὶ πάγ’νε ’ς σὸν ἀνιγον. 2) Μεταφ. ὁ μὴ λευκανθεὶς ἐκ τῆς ἡλικίας Μακεδ. - Λεξ. Δημητρ.: ’Αχιˬόνιστο κεφάλι Λεξ. Δημητρ. 3) ᾽Ενεργ. ὁ μὴ χιονίσας, ἐπὶ χειμερινῆς ἐποχῆς σύνηθ.: ’Αχιˬόνιστος πέρασε ὁ χειμῶνας || Γνωμ. Ἀχιˬόνιστος ὁ χρόνος, λιγοστὸ τὸ σιτάρι Λεξ. Δημητρ. Φῶτα ἀχιˬόνιστα, λειψὴ χρονιˬά αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA