γεροντικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεροντικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) γεροdικὸς Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρεόπ.) γεροντ᾽κὸς Σκῦρ. γιρουντ᾽κὸς βόρ. ἰδιώμ. γιρουd᾽κὸς Λέσβ. (Ἀγιάσ.) γερόντικος Πόντ. (Κερας. Σάντ. κ.ἀ.) γερόdικος Κεφαλλ. γεροτ᾽κὸς Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σαρ. Ἐκκλ. κ.ἀ.) γιρότ᾽κους Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θηλ. γεροdικὴ Πελοπν. (Κίτ. Λάγ. Μάν.) Οὐδ. γεροdικὸ Πελοπν. (Ξηροκ.) γιρουντικὸ Ἤπ. (Κουκούλ.) γεροτ᾽κὸ (Λῆμν.) γερόντικου Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γεροντικός. Ἡ μετάθεσις τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γερόντικος κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ λοιπὰ προπαροξύτονα –ικος. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2. 125 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γέροντα λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Τὸν ἔχει πιˬάσει ἡ γεροντικὴ μανία νὰ μαζεύῃ ἄχρηστα πράγματα. Κάνει γεροντικὰ πείσματα κοιν. Γεροντικὰ στασίδια (πρὸς χρῆσιν τῶν «γερόντων» μοναχῶν) Ἄθ. Γερότ᾽κα λόγια Θρᾴκ. (Σαρ. Ἐκκλ.) Γερότ᾽κος ἔρωτας Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Γιρουντ᾽κὰ πράματα, οὐόχ᾽ παλαβουμάρις! βόρ. ἰδιώμ. Ὄργο γεροdικὸ (νῆμα ἐξ ἐρίου γηραλέων προβάτων) Κρήτ. Νὰ μὴν ἄφησουμε τὸ παιδὶ νὰ κοιμηθῇ πλάι σὲ γερόdικο χνότο Κεφαλλ. Τὰ γερόdικα πόδια ποὺ μᾶς πονοῦνε θεραπεύουdαι; αὐτόθ. Ἀτυράννιστος ἀπὸ τὰ παιδιˬάτικα ὣς τὰ γεροντικά του χρόνιˬα Λεξ. Δημητρ. Ἕτοιμος! Τραύα με! ἀντιλάλησε ἡ γεροντικὴ φωνὴ Σ. Δἀφνης, Ν. Ἑστ. 16. (1934), 874. 2) Ὁ γηραλέος Πόντ. (Κερας. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) : Γερόντικον βούδιν. Β) Ούσ. 1) Ἀρσεν. Εἶδος τοπικοῦ χοροῦ, τὸν ὁποῖον χορεύουν συνήθως οἱ γέροντες Μακεδ. (Φλόρ.) Συνών. γεροντίστικος 1β. 2) Θηλ. Τὸ συμβούλιον τῶν «γερόντων» ἀρχηγῶν μιᾶς γενεᾶς, τὸ ὁποῖον ἀποφασίζει διὰ σοβαρὰ ζητήματα ἐνδιαφέροντα ὁλόκληρον τὴν γενεάν, κυρίως δὲ διὰ ζητήματα τιμῆς Πελοπν. (Κίτ. Λάγ. Μάν.) Μήδ᾽ ὁ παπποῦς ζου γέροdας, μήδ᾽ ἡ κυρὰ ζου! Τί θές ἐσὺ νὰ κάμης γεροdική. (ἐκ παραμυθ.) Μάν. || ᾌσμ. Μιὰ Τετραδοπαρασκευὴ | ποὺ κάνασι γεροdικὴ ὁ Γιάννης μὲ τὸ Μαυροδῆ | ᾽ς τοῦ Μιχαλέα τὴν αὐλὴ αὐτόθ. (Κίτ. Μάν.) Τὸ κάμασι γεροdικὴ, | τὸν Παῦλο νὰ σκοτώσουσι (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Ἤσουν ἡ βάρδιˬα ἡ bροστινὴ, γέροdας τῆς γεροdικῆς (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Πβ. γέρος 3. β) Οἱονδήποτε συμβούλιον διαιτητικοῦ χαρακτῆρος Πελοπν. (Μάν.) || ᾎσμ. Τόνε καλέσασι νὰ πά᾽ | νὰ κάμῃ τὴ γεροdικὴ ᾽ς τὴν Ἀγγλικὴ πρωτεύουσα (ἐνν. τὸν Ἐλευθέριον Βενιζέλον κατὰ τὸ 1913. Ἐκ μοιρολ.) 3) Οὐδ. Οἱ γέροντες Πελοπν. (Ἀρεόπ. || ᾎσμ. Βἀνει καὶ τὸ γεροdικὸ φραγὴ ᾽ς τὸ περιβόλι (φραγὴ = φράκτη· ἐκ μοιρολ.) β) Δωμάτιον οἰκίας εἰς τὸ ὁποῖον διαμένουν οἱ ἡλικιωμένου γονεῖς Λῆμν. (Θάν.) γ) Κτῆμα, τὸ ὁποῖον κρατοῦν οἱ γέροντες γονεῖς μετὰ τὴν διανομὴν τῆς ὑπολοίπου περιουσίας των εἰς τὰ τέκνα διὰ τὴν κατὰ τὸ γῆρας συντήρησίν των Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Ὑπάτ.): Θὰ βγάλουμι πρῶτα τοὺ γιρουντικὸ Ὑπάτ. Ἡ γριὰ ἔχει κάμποσα γεροντ᾽κὰ τσαὶ πολεμοῦ νὰ τ᾽ gαταφέρου νὰ μ᾽ τὰ κάμ᾽ ἀπάνου μου (= νὰ τἀ δώσῃ εἰς ἐμὲ) Σκῦρ. Ἐ dοὺν βάλαν μέσ᾽ ᾽ς τὰ γιρουd᾽κὰ (τὸν ἀπέκλεισαν τῆς μετὰ θάνατόν των κληρονομίας ἐκ τοῦ μεριδίου των) Ἀγιάς. Συνών. γεροβόσκι, γεροκόμι, γεροντομοίρι, γεροντοτρόφι. δ) Κτῆμα ἢ οἴκημα, τὸ ὁποῖον περιῆλθεν εἴς τινα ἐκ προγονικῆς κληρονομίας, πατρῷον Ἰκαρ. ε) Οἴκημα εἰς τὸ ὁποῖον συνεδρίαζον οἱ δημογέροντες κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Πβ. καὶ τὸ Ἑλληνιστ. γεροντικὸν = τὸ οἴκημα τῶν συνεδριάσεων τῆς γερουσίας, Στράβ. 14, 649. Συνών. γεροντε͜ιό 1. στ) Ἡ ἀγροτικὴ κρατικὴ σύνταξις τὴν ὁποίαν λαμβάνουν οἱ γέροντες ἀγρόται Ἤπ. (Κουκούλ.) Πελοπν. (Ξηροκ.) : Ἤφιρι τὰ γιρουντικὰ οὑ ταχυδρόμους νὰ τὰ μοιράσ᾽ Κουκούλ. Παίρνου κὶ τὰ γιρουντικὰ τ᾽ς κὶ κουνουμιˬοῦντι καλὰ αὐτόθ. Ἀκόμα ἕνα χρόνου θέλου γιὰ νὰ μπῶ᾽ς τὰ γιρουντικὰ αὐτόθ. ζ) Βιβλίον πατερικόν, τὸ ὁποῖον περιέχει παραγγέλματα τοῦ μοναχικοῦ βίου λεχθέντα ὑπὸ τῶν «γερόντων» Ἀθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Κέρκ. Πελοπν. (Λεχαιν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/