γεροντίλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντίλος

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροντίλος ὁ, Πελοπν. (Μεσσην.) γεροdίλος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γεροντίλα.

Σημασιολογία

1) Ὁ προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν, ὁ κατὰ τὴν ἡλικίαν ἢ τὴν σωματικὴν ἐμφάνισιν γέρων Κίτ. Μάν.: Κρῖμα᾽ς τὴ gοπέλα πὸ πῆρε ἕνα γεροdίλο 2) Μεταφ., παιδίον καχεκτικὸν καὶ δύστροπον Κίτ. Μάν. Μεσσην.: Τέσσερου χρονοῦ παιδὶ ὁ γεροdίλος καὶ δὲ bερπατεῖ. Ἔναι ἕνα μίζερο παιδὶ! Ὅλο κλαίει ὁ γεροdίλος, γιˬ αὐτὸ δὲ bαίρνει ἀπάνου του Κίτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/