ἀναστησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναστησιˬὰ ἡ, Κεφαλλ. -Λεξ. Βλαστ. 412 καὶ 443 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναστένω.
Σημασιολογία
1) Τὰ ἀνατραφέντα τέκνα, οἱ ἀπόγονοι Κεφαλλ. : Χαρίζω ὅ,τι σοῦ ἐδάνεισα εἰς τσοὶ ἀναστησιˬές σου Κεφαλλ. β) Ἡ ἐν τῷ οἴκῳ ἀνατραφεῖσα ξένη κόρη Λεξ. Βλαστ. 412 Δημητρ. Συνων. ἀναγιˬωτη (ἰδ. ἀναγιˬωτός), ἀναθρεφτὴ (ἰδ. ἀναθρεφτὀς Ι), ἀναθροφικἡ (ἰδ. ἀναθροφικός), παρακόρη, ψυχοκόρη, ψυχοπαίδα. 2) Τὰ διὰ καλλιεργείας καὶ ἐμφυτεύσεως δένδρων δημιουργούμενα κτήματα Κεφαλλ.-Λεξ.Βλαστ.: Θὰ καλλιεργήσω τοὶς ἀναστησιˬές μου νὰ μὴ μοῦ ἀγριέψουνε, ἄν μοῦ μείνουνε χέρσες Κεφαλλ. Συνών. ἀνάστεμα 2 β. β) Τὸ δι᾽ ἐπιμελείας ἢ ἐξόδων τινὸς φυτευθὲν δένδρον : Ἡ καρυδεˬὰ ἤτανε τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πεθεροῦ μου ἀναστησιˬά Κεφαλλ. ᾿Αναστησιˬές δικές μου εἶναι ὅλα τὰ δέντρα τοῦ περιβολιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνάστεμα 2γ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA