γερόντιο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερόντιο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερόντιο τὀ, σύνηθ. γερόντιον λόγ. σύνηθ. γερόντιˬο πολλαχ. γερόdιˬο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γιρόντιˬου βόρ. ἰδιώμ. γερόdι Θήρ. γεροdὶ Ὀθων. γιρόdιˬου Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) γερόδι Θήρ. γερόντ᾽ Καππ. (Ἀνακ.) Πληθ. γερότιˬα Θρᾴκ. (Σαρ. Ἐκκλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γερόντιον. Ὁ τύπ. γεροdὶ κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ οὐδ. εἰς -ὶ (κλαδὶ, κουκλὶ, παιδὶ).

Σημασιολογία

Α) Οὐσ. 1) Ὁ γέρων ὑποκορ., ἰδίως κατὰ πληθ., λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ.: Ἕνα ἀγαθὸ γερόντιον καθόταν ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖον Ἀθῆν. Εἶναι καλό-ἀγαθὸ γερόντιον σύνηθ. Βρὲ τὸ γερόντιο! Εἶδες τὶ ἔκανε; Πελοπν. (Κυνουρ.) ᾽Στὴ γειτονιˬά τους ἔχουσι μείνει ὅλο γερόdιˬα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔλα νὰ καθήσουμε ᾽ς τὴ σειρὰ οὕλα τὰ γερόντιˬα Εὔβ. (Ἄκρ.) Εἶστι καλὰ γιρόντιˬα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Αὐτὸ τὸ γιφύρι, καθὼς ἔλιγαν τὰ γιρόντιˬα, χτίσ᾽κι ᾽ς τὴ Ρωμαίκη ἐπουχὴ Θρᾴκ. Ἕνας σωρὸς γερόντιˬα, ποὺ καθόταν ἀπέξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο, σηκώθηκε κ᾽ ἔτρεξε κοντά του Δ. Βουτυρ., Ἐπανάστ. ζώων, 162|| ᾎσμ. Τούρκεψαν καὶ γερόντια, τὰ κάμνουνε χοτζᾶδες, καὶ τούρκεψαν μωρὰ παιδιˬά, τὰ κάμνουνε Τουρκούδιˬα Α. Ρουμελ. (Καρ.) β) Μικρόσωμος γέρων Ὀθων.: Πῆε καὶ τὸ γεροdὶ τὴ Χώρα κ᾽ ἔκατσε γιˬα πάdα (᾽ς τὴ Χώρα = εἰς τὴν πόλιν τῆς Κερκύρας). Βωρή, τί σοῦ κρένει τὸ γεροdί; (βωρὴ = μωρή, κρένει = ὁμιλεῖ) γ) Γέρων πανοῦργος, πονηρὸς Πελοπν. (Κίτ. Κυνουρ. Μάν.) : Βρὲ τὸ γερόντιο! Εἶδες τί ἔκανε; Κυνουρ. Ξέρεις τί γερόdιˬο ἔναι; Κίτ. Μάν. δ) Οἱ γονεῖς εἰς προχωρημένην ἡλικίαν Θεσσ. (Τρίκερ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) : Νὰ προσέχῃς τὰ γερόdιˬα Κίτ. Μάν. Τὰ χουράφιˬα τά ᾽χουμ᾽ ἰμεῖς τὰ γερόντιˬα, τὰ πιδιˬά μας δέ θά ᾽χ᾽νι Τρίκερ. ε) Οἱ ἐξ ἀγχιστείας γονεῖς, ὁ πενθερὸς καὶ ἡ πενθερὰ Στερελλ. (Φθιῶτ.) : Τὰ δύο γιρόντιˬα μας στ) Οἱ δημογέροντες τοῦ χωρίου Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) : Παροιμ. Τ᾽ παππᾶ τ᾽ πρωτογέρ᾽ καὶ τρογύρω τὰ γιρόdιˬα (ἐπὶ μυστικοῦ εὐρέως διαδοθέντος, μολονότι ὁ ἐγκαλούμενος ὡς ὑπεύθυνος τοῦ πράγματος ἱσχυρίζεται ὅτι τὸ ἀνεκοίνωσε μόνον εἰς τοὺς προύχοντας, εἰς τὰς κοινοτικὰς ἀρχάς). Β) Ἐπιθετικ. 1) Γηραλέος, ἐπὶ ζῴων κυρίως Καππ. (Ἀνακ.) : Τὸ γερόντ᾽ τὸ πρόγατο. 2) Ἐπὶ παιδίων, στριφνός, δύστροπος, κακορρίζικος Θήρ. Ἠ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γερόντιˬο Φοῦρν. Γερόντιˬα Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/