ἀναστόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναστόλι τό, ΚΣτασινοπ. Μεσολόγγ. 1,256 ἀναστούλι ᾿Απουλ. (Τσολλῖν.) ᾽ναστούλι ᾿Απουλ. (Σολέτ.) ἀνεστόλι Α.Κρήτ. Νάξ. (Μέλαν.) ἀνιστούλι ᾽Απουλ. (Τσολλῖν.) ᾿νιστούλι ᾿Απουλ. (Μελπιν.) ᾽νοστούλι ᾿Απουλ. (Κοριλ.) ἀστούλι ᾿Απουλ. (Κοριλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναστέλλω ὑποχωρητικῶς Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀποκκουμπῶ-ἀποκκούμπι κττ.
Σημασιολογία
1) Κομβίον, πόρπη ᾿Απουλ. (Κοριλ. Μελπιν. Σολέτ. Τσολλῖν.) β) Θηλύκωμα ἐκ χονδροῦ νήματος κατὰ τὰς χειρίδας καὶ τὸν τράχηλον Κρήτ. 2) Εἶδος ἀπιδίου μικροῦ καὶ εὐώδους Νάξ. (Μέλαν.) 3) Ὁ ὀμφαλὸς τῶν ἰχθύων, ὁπόθεν γεννῶνται τὰ ᾠὰ ΚΣτασινόπ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA