βρικολακάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρικολακάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρικολακάκι τό, ἀμάρτ. βρικολάκι Μακεδ. (Θεσσαλον.) βρουκουλά’ Θεσσ. (Καρδίτσ. κ.ἀ.) βορβολακάτσι Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βρικόλακας διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άκι. Τὸ βρικολάκι κατ’ ἀνομοίωσιν.
Σημασιολογία
Μικρὸς βρικόλακας (σημ. Α1) ἔνθ’ ἀν.: Βγήκαμαν κὶ τ᾿ν ἄ’ τὴ βραδε͜ιὰ κὶ φυλάξαμαν κιˬ ἀληθινὰ λαγαρίσαμαν καλὰ πῶς ἦσαν βρουκουλάκιˬα, γιˬατὶ εἴδαμαν ταὶς φουτιˬές, ἀπ’ βγῆκαν ἀπ’ τὰ μνήματα (ἐκ παραδ. περὶ ἧς ἰδ. ΝΠολίτ. Παραδ. 1, 581) Καρδίτσ. Ὤ τὸ χρυσό μου τὸ βορβολακάτσι! (χαϊδευτικῶς πρὸς παιδὶ) Κουρ. || ᾎσμ. Πιˬάσε ξύλο καὶ ξυλάκι | νὰ σκοτώῃς τὸ βρικολάκι Θεσσαλον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA