βρικόλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρικόλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρικόλακας ὁ, κοιν. βρικούλακας Ἤπ. (Χιμάρ.) βιικόακας Σαμοθρ. βρεκόλακας Πελοπν. (Μάν.) βροκόλακας Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ. Οἰν.) Πόντ. (Οἰν.) βρουκόλακας Ἀμοργ. Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀλμ. Μάδυτ.) Λέσβ. Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ.) Μέγαρ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάμ. Οἰν.) Σάμ. κ.ἀ. βρουκόακα Τσακων. βρουκούλακους Θεσσ. (Καρδίτσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βρακόλακας Μακεδ. (Σέρρ.) βιρκόλακας Κεφαλλ. κ.ἀ. βορκόλακας Καππ. (Σινασσ.) Κύθν. Τῆλ. κ.ἀ. βουρκόλακας Ἀθῆν. Ἀμοργ. Ἤπ. (Χιμάρ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Λέσβ. Μέγαρ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Σάμ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ. βουλκόλακας ΜΦιλήντ. Γραμμ. 134. βορβόλακας Εὔβ. (Ἀνδρων. Κουρ. Κύμ.) Κάρπ. Κύθηρ. Χίος κ.ἀ. βουρβόλακας Μακεδ. - Λεξ. Αἰν. βουρβούλακας Ἴος Ἰων. (Κρήν. Σμύρν.) Κρήτ. Κῶς Μύκ. Ρόδ. Σίφν. Τῆν. Χίος κ.ἀ. βουρβούλιˬακας Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) βορβάλακας Εὔβ. Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) βουρβούλακας Πάρ. βαρβάλακκας Νίσυρ. Σύμ. βουρβούλ-λdακας Ρόδ. βόλακας Λυκ. (Λιβύσσ.) βουρδούλακας Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰκαρ. Κύθν. Μέγαρ. Σαλαμ. Σῦρ. κ.ἀ. βουρδόλακας Ἀθῆν. Εὔβ. Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. βορδόλακας Ἀθῆν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Μετόχ. Ὄρ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Σινώπ.) κ.ἀ. βορδούλακας Ἀθῆν. πρόλακας Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πληθ. βρικουλακᾶδις Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Θηλ. βρικολάκισσα Κεφαλλ. βρικουλατῖνα Λέσβ. βουρβουλακῖνα Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *βρίκολος παρὰ τὸ ἀρχ. βρίκελος (τραγικὸν προσωπεῖον) καὶ τῆς μεγεθυντικῆς καταλ -ακας. Ὁ ἕτερος πρωτόθετος τύπ. βορβόλακας κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ *μορμόλακας, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. μορμολύκη ταυτοσήμου τοῦ βρίκελος καὶ τῆς καταλ. -ακας. Ἰδ. Κορ. ἐν ἐκδ. Ἡλιοδ. 2,5 καὶ Ἄτ. 2, 84 καὶ 5, 31 καὶ ΝΠολίτ. Παροιμ. 3, 259 - 62. Ὁ GMeyer Neugr. Stud. 2, 20 νομίζει τὴν λ. Σλαβικήν. Ὁ τρίτος πρωτόθετος τύπ. βουρδούλακας ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ βούρδουλας. Ἰδ. ΝΠολίτ. ἔνθ᾽ ἀν. 262. Ὁ ΣΔεινάκις ἐν Λαογρ. 7 (1923) 275 – 283 ἐτυμολογεῖ ἐκ τῶν πεποιημένων λ. βουρβούλα καὶ βουρδούλα.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Νεκρὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μένει ἁδιάλυτος καὶ ἐμφορούμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν τάφον συνήθως μὲν τὴν νύκτα, ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν ἡμέραν ἐκτὸς τοῦ Σαββάτου, καὶ προξενεῖ ζημίας καὶ καταστροφὰς πρὸ παντὸς μὲν εἰς τοὺς οἰκείους, ἔπειτα δὲ καὶ εἰς ἄλλους ἀνθρώπους προβαίνων καὶ εἰς αἱμοχαρεῖς θυσίας αὐτῶν ἢ ἀσχολεῖται εἰς τὰς ἰδίας ἐν τῇ ζωῇ βιοτικὰς ἐργασίας, συνερχόμενος δὲ καὶ μὲ γυναῖκας γεννᾷ καὶ τέκνα, ἐμφανίζεται δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἢ ὑπὸ τὴν συνήθη μορφὴν ἢ μεταμορφωμένος εἰς ζῷα, οἷον κύνα, βάτραχον κττ., εἴτε ἄψυχα ἀντικείμενα, οἶον ἀσκόν, πῦρ κττ. (ἐνιαχοῦ πιστεύεται ὅτι βρικόλακας γίνεται καὶ ὁ σκοτωμένος μὲ μαχαίρι ἢ ὁ κρημνισμένος ἀπὸ βράχον ἢ ἐκεῖνος, ὑπὲρ τὸν νεκρὸν τοῦ ὁποίου διῆλθε γάττα ἢ πτηνὸν) ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. φρ. Εἶν᾿ ἕνας βρικόλακας (ἄγρυπνος καὶ νυκτοπλάνητος). Ἔγινε βρικόλακας (κατέστη ἐπιζήμιος εἰς τοὺς συγγενεῖς του). Παροιμ. Ὁ βρικόλακας ἀπὸ τὴ γενεˬά του τρώει (ἐπὶ τοῦ βλάπτοντος τοὺς οἰκείους) πολλαχ. Συνών. ἀνεκαθούμενος (ἰδ. ἀνακάθομαι), καταχανᾶς, κατσικᾶς, σαρκωμένος, φάντακας. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Ἤπ. Κεφαλλ. καὶ τοπων. Μύκ. Πελοπν. (Λακων.) β) Εἴδωλον, σκιά, φάσμα ἢ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀποθανόντος ἐπιστρέφουσα καὶ ἐνοχλοῦσα τοὺς ζῶντας Ἀμοργ. Θράκ. Κύθηρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. τελώνιο. 2) Καλικάντζαρος ΝΠολίτ. Παραδ. 2, 1245 καὶ 1335. 3) Φόβητρον Μέγαρ. Συνών. βραχνᾶς 3, σκιˬάχτρο. 4) Ἀνθρωπόμορφον φάντασμα κερασφόρον καὶ μὲ πόδας μαλλιαρούς, τὸ ὁποῖον ἐπικάθεται ἐπὶ τῶν κοιμωμένων καὶ προκαλεῖ τὴν πνιγμονήν των Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πβ. βραχνᾶς 2. β) Δαιμόνιον Χίος. Συνών. ἀέρι 4, ἀερικὸ 3. Β) Μεταφ. 1) Ἄνθρωπος προχωρημένος πολὺ εἰς ἡλικίαν, οἱονεὶ ἀποθανών καὶ ἐπανελθὼν εἰς τὴν ζωήν, ἐσχατόγηρος Κεφαλλ. 2) Ἄνθρωπος δυσειδὴς Ζάκ. 3) Ἐπιθετικ. ἄγριος Θρᾴκ. Σηλυβρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA