ἀχλαδεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχλαδεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχλαδεˬὰ ἡ, ἀχραΐα Τσακων. ἀχλαδέα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀχλαδεˬὰ κοιν. ἀχλαδgεˬὰ Ρόδ. αναχλαδεˬὰ Νάξ. (Δαμαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀχράς, παρ' ὃ καὶ μεταγν. ἀχλάς. Διὰ τὸ ἀναχλαδεˬὰ πβ. ἀναφαλὸς παρὰ τὸ ἀφαλός.
Σημασιολογία
1) ᾽Αχλάδα (Ι) 1, ὅ ἰδ., σύνηθ. β) Εἶδος φαρμακερῆς ἀκάνθης (crataegus oxyacantha) Θρᾴκ. 2) Ἀχλάδα (Ι) 2, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Τσακων.: ’Αχλαδεˬὰ θεριστιˬάτικη (τῆς ὁποίας οἱ καρποὶ ὡριμάζουν τὸν Ἰούνιον) Εὔβ. Ἀχλαδεˬὰ ἔξινη (μὲ ὑποξίνους καρποὺς) Κύθν. 'Αχλαδεˬὰ ζαχαράτη (μὲ γλυκεῖς καρποὺς) Εὔβ. || Φρ. Τὰ κρέμασε 'ς τὴν ἀχλαδεˬὰ (ἐπὶ μαθητοῦ ἐγκαταλιπόντος τὸ σχολεῖον, συνών. φρ. τὰ κρέμασε ’ς τόν πετεινὸ) ἀγν. τόπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA