βρικολακιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρικολακιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρικολακιˬάζω κοιν. βρικοουακιˬάζω Νάξ. (Φιλότ.) βρικουλακιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. βρικουλατάζου Λέσβ. βρεκολακιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) βροκολακιˬάζω Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. βροκοβατσάζω Σκῦρ. βρουκολακιˬάζω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θήρ. Θράκ. (Σηλυβρ.) Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάμ. Λάστ. Μεσσ.) κ.ἀ. βρουκουλακιˬάζου Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βρουκολατάζω Μέγαρ. βρουκουλατάζου Λέσβ. βιρκολακιˬάζω Κεφαλλ. βορκολακιˬάζω Τῆλ. βουρκολακιˬάζω Ἀθῆν. Κύθηρ. Μῆλ. Πελοπν. (Καλάμ. Μεσσ.) κ.ἀ. βουρκολατάζω Μέγαρ. Μύκ. βουρκουλατάζου Λέσβ. βουρβουλακιˬάζω Ἰων. (Σμύρν.) Κύθηρ. Μύκ. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ. βουρβουλατσάζω Μύκ. βουρβουλακιˬάζου, Σάμ. κ.ἀ. βαρβαλακ-κιˬάζ-ζω Σύμ. βουρδουλακιˬάζω Ἄνδρ. Κύθν. Σαλαμ. κ.ἀ. βουρδουλακιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) κ.ἀ. βουρδουλατάζω Κύθν. Μέγαρ. βουρδουλατσάζου Στερελλ. (Ἀράχ.) βουρδολακιˬάζω Ἀθῆν. βορδολακιˬάζω Ἀθῆν. βορδολατσιˬάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρικόλακας.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι βρικόλακας κοιν.: Φρ. Βρικολάκιˬασε, δὲν τοῦ κολλάει ὕπνος ἢ βρικολάκιˬασε καὶ δὲν κοιμᾶται (ἐπὶ τοῦ ἀγρύπνου, τοῦ μὴ κοιμωμένου) σύνηθ. Βρικολάκιˬασε ὁ δεῖνα (ἐπὶ τοῦ μακροβίου, τοῦ ἐσχατογήρου, τοῦ οἱονεὶ ἀποθανόντος καὶ ἐπανελθόντος εἰς τὴν ζωὴν) πολλαχ. || Παροιμ. Ὁ βρικόλακας, ὅντας βρικολακιˬάζῃ, πρῶτ’ ἀρχίζει νὰ τρώγῃ ἀπ᾿ τὴ γενεˬά του (ὅτι ὁ κακὸς πρώτους κακοποιεῖ τοὺς οἰκείους) ΝΠολίτ. Παροιμ. 3, 264. Συνών. ἀναδείχνω 3. β) Μεταφ. μένω ἀδιάλυτος, ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἐπὶ τῆς χιόνος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Σὶ ὅπο͜ια β’νὰ ἀνιμέ’ χιˬό’ τοὺ καλουκαίρ’ βρουκουλακιˬάζ’. Τοὺ βρουκουλακιˬασμένου χιˬό σκου’κιˬάζ’. 2) Μένω ἄυπνος, δὲν δύναμαι νὰ κοιμηθῶ, ἀγρυπνῶ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κύθν. Μύκ. κ.ἀ. Ἄν πέσωμε ἀποτώρᾳ, θὰ βουρβουλακιˬάσωμε (δηλ. θὰ ἐξυπνήσωμεν μετὰ ὥραν τινὰ καὶ θὰ μείνωμεν ἄυπνοι) Μύκ.: Ἀπόψα ὅλη νύχτα βρουκολάκιˬαζα Σηλυβρ. Μετοχ. βρικολακιˬασμένος = ἄυπνος Ζάκ. 3) Προξενῶ διὰ τῶν φωνασκιῶν ἀνησυχίαν πρὸ πάντων ἐν καιρῷ νυκτὸς Τῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA