ἀναστομώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστομώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστομώνω Λεξ. Δη μητρ. ἀναστουμώνου Μακεδ. (Καταφύγ. Νάουσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. στομώνω Πβ. ἀρχ. ἀναστομῶ.

Σημασιολογία

1) Χορταίνω τινὰ πεινῶντα, βοηθῶ τινα δυστυχῆ Μακεδ. (Νάουσ.) Πβ. Σουΐδ. «ἀνεστομώθησαν… ἐπληρωθησαν» 2) Καθιστῶ τινὰ ἄναυδον Μακεδ.(Καταφύγ.)Συνών. ἀποστομώνω. 3) Περισυλλέγω εἰς στενὸν χῶρον σκορπισμένον ποίμνιον Λεξ. Δημητρ.: Εἶδα κ’ ἔπαθα ν᾽ ἀναστομώσω τὰ γίδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/