βρισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
βρισιὰ ἡ, ὑβρισία Κάρπ. Πόντ. (Κερασ.) ὑβρισιˬὰ Κύπρ. ὀβρισία Κορσ. Πελοπν. (Μάν.) ὀβρισιˬά (Νουμ. 223, 9) ὀβριξία Εὔβ. (Κουρ.) βρισία Ἀπουλ. (Καλημ.) Ζάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. βρισία Τσακων. βρισιˬὰ κοιν. βρισὰ Εὔβ. Κονίστρ.) Λέσβ. Νάξ. Στερελλ. Σύμ. κ.ἀ. βριὰ Λέσβ. Πελοπν. (Οἰν.) βρισέα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) βριξία Αἴγιν. βριξιˬὰ Ἀθῆν. βριξὰ Ἀθῆν. Εὔβ. (Κονίστρ.) Στερελλ. (Δεσφ.) βριξέα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βρίζω. Οἱ τύπ. βρισέα καὶ βριξέα κατὰ τὰ εἰς -έα –εˬὰ δηλωτικὰ πληγῆς. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 269.
Σημασιολογία
Ὕβρις, λοιδορία συνήθως διὰ φράσεων αἰσχρῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Τοῦ ’πε πολλὲς βρισιˬές. Ἄκουσε ἕνα σωρὸ βρισιˬὲς. Τὸν ἀρχίζει ’ς τοὶς βρισιˬὲς κοιν. || Φρ. Τρώγω βρισιˬὰ (ὑφί-σταμαι ἐξύβρισιν). Λούζω μὲ βρισιˬές, (ἐξυβρίζω σφοδρῶς) σύνηθ. Κατὰ τὴ βρισιˬὰ καὶ τὴ ξυλεˬὰ (ἡ τιμωρία πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογος τῆς ὕβρεως) Πελοπν. (Λάστ.) || Παροιμ. φρ. Ἄδικος βρισέα ’ς τὸν νοικοκύρη της Ἰνέπ. Συνών. ἀτίμασμα 1, βρίσιμο, βρισιˬό, βρισολόισμα. Πβ. βρισίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA