ἀναστρέφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστρέφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστρέφω Λεξ. Περιδ Βλαστ. ἀνεστρέφω Θήρ. ἀναστρέβω Πόντ. (Οἰν.) Μεσ ἀνιστρέφουμ᾿ Λῆμν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναστρέφω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανατρέπω Θήρ.-Λεξ. Περιδ : Θὰ σοῦ ἀνεστρέψω τὰ κοφίνιˬα Θήρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναποδογυρίζω 1. 2) Κάμνω ἐμετόν, ἐμῶ Οἰν. Συνών. ἀναγουλιˬάζω 4, *ἀναθεώνω 2, ἀνακερώνω 3 β, ξερνῶ, στρέβω (ἰδ. στρέφω). 3) Μεσ στρέφομαι ὀπίσω Λῆμν. : ᾿Δικεῖ π’ πιρπάτουμ’να ἀνιστρέφουμ’ κι᾿ τι᾿ νὰ δῶ ! (᾽δικεῖ = ἐδεκεὶ)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/