ἀναστυλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστυλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστυλώνω Ἤπ. Πελοπν.(᾿Αρκαδ.) Σῦρ.-ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 86 Γδροσιν. Θὰ βραδιάζῃ 150-Λεξ. Δημητρ. άναστυρών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνεστυλώνω Κύθνν. Σίφν. ’ναστυλών-νω ἀγν. τόπ Μές. ἀναστυλώνομαι Αβαλαωρ. Ἔργα 2,146

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. στυλώνω.

Σημασιολογία

1) Στηρίζω τι διὰ στύλων κττ. Λεξ. Δημητρ.: Ἀναστυλώνει τὴν μάντρα του. β)᾿Ανεγείρω, ἀνυψώνω ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. ΓΒλαχογιανν ἔνθ’ ἀν. ΓΔροσιν ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀναστυλώνω τὰ γεράματά μου (λαμβάνω στάσιν εὐθυτενῆ. Ἐπὶ γέροντος) Γβλαχογιανν. ἔνθ’ ἀν. ǁ Ποιήμ Τὴ στάμνα ἀναστυλώνοντας χεροπιˬαστὴ ’ς τὸν ὦμο ψηλὲς, χυτές, καμαρωτές οἱ νεˬόνυφες κ’ οἱ κόρες ΓΔροσίν ἔνθ’ ἀν. Τὸ κῦμ’ ἀναστυλώθηκε, ἀφρομανάει, θεριˬεύει ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. ἀναζωογονῶ, ἐνδυναμώνω Ἤπ. Κύθν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σίφν. Σῦρ.: Ἀναστυλώνω τὴν καρδιˬά μου (λαμβάνω ἀναληπτικόν, δυναμωτικόν τι φάρμακον) Ἀρκαδ. Μὴν ἀναστυρών-νῃς τὸν καμόν μου (μὴ άναμιμνήσκῃς τὰ παρελθόντα δειν αὐξάνων οὕτω τὴν λύπην μου) Λιβύσσ. Πᾶρ’ το ν’ ἀναστυλωθῇ ἡ καρδιˬά σου Σῦρ. Ἤπιˬα μιˬὰ γουγεˬὰ κρασὶ κ᾿ ἠνεστυλώθηκα Σίφν. ǁ ᾎσμ. Ὅλα ’ναι φάδιˬα τῆς κοιλιˬᾶς καὶ τὸ ψωμὶ στημόνι καὶ τὸ καμένο τὸ κρασὶ ὅλα τ’ ἀναστυλώνει Ἤπ. Συνών δυναμώνω, στυλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/