ἀρλάνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρλάνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρλάνευτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀρλανευτὸς<ἀρλανεύκουμαι. Περὶ τῆς στερητικῆς σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ α διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ἀ- στερητ. 2α
Σημασιολογία
Ὁ μὴ αἰσθανόμενος προσβαλλομένην τὴν φιλοτιμίαν του ἐκ γενομένης προσβολῆς, ἀδιάντροπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA