γεροντόβραχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόβραχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντόβραχος ὁ, Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 15 Γ. Βλαχογιάνν., Τὰ παληκάρ., 61

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. βράχος.

Σημασιολογία

Παλαιὸς βράχος ἐνθ᾽ ἀν.: Βρίσκει τὴ γιˬαγιˬὰ τὴ Σούλα καὶ τὴν ἀκολουθεῖ ᾽ς τὸ γεροντόβραχο μὲ τ᾽ ἄσπρο τὸ σκουφὶ (= μὲ τὴ χιονισμένη κορυφή του) Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ. ἀν. || Ποίημ. Ψηλὰ ᾽ς τὸ γεροντόβραχο κιˬ ἀπόζερβα ᾽ς τοὺς τζάρκους ποῦ ᾽ναι δυὸ βρύσες γάργαρες μὲ κρούσταλλα νερὰ (τζάρκους = ποιμνιοστάσια) Σ. Ματσούκ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιρουντόβραχους Στερελλ. (Ἀράχ. Γαλαξ. Καλοσκόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/