βρόμη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρόμη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρόμη ἡ, βρόμος ὁ, Βιθυν. βρόμη ἡ, σύνηθ. βρόμ’ βόρ. ἰδιώμ. βρόνη Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βρόμος.
Σημασιολογία
1) Φυτὰ τοῦ γένους τῆς βρόμης (avena) τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae) α) Βρόμη ἡ ἥμερος (avena sativa), καλὴ τροφὴ τῶν ζῴων σύνηθ. καὶ Τσακων.: Φρ. Ἔχε βρόμη κιˬ ἃς βρωμάῃ (λογοπ.) Πελοπν. (Λάστ.) Συνών. ἀγριογέννημα 1, βρόμι, σιφωνάρι, ταγή. β) Βρόμη ἡ ἀγρία ἢ ἄγονος (avena sterilis) βρόμη ἡ γενειοφόρος (avena barbata) καὶ βρόμη ἡ ἄστατος (avena fatua) πολλαχ. Συνών. ἀγριόβρομη. 2) Ὁ σανὸς ἢ ἡ ταγὴ ἐν γένει Σύμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Βαμβακ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA