ἅρμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅρμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅρμα τό, Ἤπ. Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Αἴγ. Δημητσάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἅρμα.
Σημασιολογία
Ἡ λ. ἄνευ σαφοῦς καὶ ἀκριβῶς ὡρισμένης σημ. εἰσήχθη ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης: Ἅρμα Φαραὼ καὶ καρδιˬὰ μπούφφα (ἐπὶ τοῦ κομπορρημονοῦντος θρασυδείλου. Πβ. Π.Δ. <᾽Εξοδ. 15,4> «ἅρματα Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἔρριψεν εἰς θάλασσαν») Κεφαλλ. Ἅρμα πυρὸς ἐγένετο (ἐπὶ τοῦ ἀστραπιαίως ἐξαφανισθέντος ὡς ὁ προφήτης Ἠλιοὺ, ὅστις ἀνηρπάγη ἐπὶ ἅρματος πυρός. Πβ. Π.Δ. <Δ’ Βασιλ. 2,11> «καὶ ἰδοὺ ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς καὶ διέστειλεν ἀναμέσον ἀμφοτέρων καὶ ἀνελήφθη ᾽Ηλιοὺ ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τὸν οὐρανὸν») Πελοπν. Ἅρμα πυρὸς ἢ ἅρμα πύρινον (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Πῆι ἅρμα πῦρ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἰτωλ. Ἔφυγε ἅρμα πύρμα (τὸ πύρμα εἶναι μεταπλασμὸς τοῦ πῦρ κατ᾽ ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τοῦ ἅρμα. Συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Ἅρμα βάρκα (ἡ φρ. ἐφ᾿ ἧς σημ. καὶ αἱ προηγούμεναι ἔχει τὸ βάρκα κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν ναυτικῶν παραγγελμάτων) Σύμ. Τ’ ἅρπαξαν ἅρμα πύρμα κ᾿ ἔφυγαν (ἔφυγαν ἀστραπιαίως) Ἤπ. Ἅρμα θῦμα ἔπιασα κ᾿ ἔκανα τὴ δουλε͜ιά μου (ταχέως ἔκανα τὴν ἐργασίαν μου. Ἄγνωστον ἂν τὸ θῦμα εἶναι τὸ ἀρχ. ἤ παραφθορά τις τοῦ ἀκατανοήτου καταστάντος πύρμα) Αἴγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA