ἀνασυρτάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασυρτάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνασυρτάρι τὸ ἀμάρτ. ἀνασυρτάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεσυρτάρι Καρπ. ἀνισυρτάρ’ Δαρδαν Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ’νεσυρτάρι Κάλυμν. Τῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνασυρτό, δι’ ὃ ἰδ. ἀνασυρτός, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι. Ἡ λ. καὶ ἐν γλωσσαρίῳ τοῦ 18ου αἰῶνος. Πβ. ΚΣάθα Νεοελλην.Φιλολ. παράρτ 88.

Σημασιολογία

Ἀγγεῖον πρὸς ἄντλησιν ὕδατος συνήθως μετάλλινον, ἀλλὰ καὶ πήλινον καὶ δερμάτινον ἔνθ’ἀν.: Νὰ ἱτ’μάσ’ς ἕνα σ’νὶ μὶ τ᾿ ἀνασυρτάρ’ κὶ νὰ πᾶς ν᾿ ἀνασύρ’ς νιρό Αἶν. ǁ Αἴνιγμ. Παννένιˬου π’γάδ’, χουρταρένιˬου νιρο’, ’λένιˬου σ᾿νί, π᾿λένιˬου ἀνασυρτάρ’ (ἡ καπνοσακκούλα, ὁ καπνός, τὸ τσιμπούκι, ὁ λουλᾶς. π᾿λένιˬου = πήλινο) αὐτόθ. Συνών. ἀγκλιˬὰ 1, ἀνάσερμα Π β, ἀνασυρτήρι 1β, ἀνασυρτός Β1, κάδος, κουβᾶς, σίκλα, σικλί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/