βροντάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
βροντάδα ἡ, Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι) ἢ ἐκ τοῦ βροντάδες πληθ. τοῦ βροντή.
Σημασιολογία
1) Βροντὴ Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.): Κάν-νει βροντάδαι (βροντᾷ) Μπόβ. Ἔγγουα ἐτσεῖ ποῦ ἀνοίγγου τσαὶ κλείγγου οἱ βροντάdαι (πήγαινε ἐκεῖ ποῦ ἀνοίγουν και κλείουν αἱ βρονταί, δηλ. εἰς τὸ ἄκρον τοῦ κόσμου, ἀρὰ) Ροχούδ. 2) Νόσημά τι τῶν δένδρων Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA