βρονταλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρονταλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρονταλίδα ἡ, Ἤπ. Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βροντάλα<βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. βροχὴ - βροχάλα - βροχαλίδα. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ’Ορολογ. Δημωδ. 1 (1940) 16.
Σημασιολογία
1) Πρασίνη σαύρα (lacera viridis) φερομένη κατὰ τὴν λαϊκὴν παράδοσιν ὡς ἐξερχομένη ἐκ τῆς γῆς ἐν καιρῷ βροχῆς 2) Στρόμβος ξύλινος περιστρεφόμενος διὰ μαστιγίου Πόντ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. βιρβιτίδα καὶ βουζβουζίκα, ἔτι δὲ βρονταλίδι 6, βροντούρα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA