βροντάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροντάρι τό, ΦΚουκουλ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. (1921) 38 - Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Δημητρ. βρουντάρι Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) βρουντάρ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ. ᾿Ορτάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Πυροβόλον ὅπλον Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) 2) Βροντὴ Α.Ρουμελ. (Καβακλ.): ᾎσμ. Ἡ μάννα μ᾽ ἦταν ἀστραπὴ καὶ ὁ μπαμπᾶς μ᾽ βρουντάρι κ’ ἐγώ ᾿μι δρακουπέλεκας ποῦ πελεκῶ τοὺς δράκους. 3) Κώδων αἰγοπροβάτων Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Δημητρ. Μ᾽Εγκυκλοπ. Συνών. κουδούνι, κυπρί, τροκάνα, τροκάνι, τσοκάνι. Β) Κατὰ πληθ., τὰ κάρυα Θρᾴκ. (Ὀρτάκ.) 4) Βαρδάρι 1, ὃ ἰδ., ΦΚουκουλ. ἐνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/