βρονταριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρονταριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρονταριˬὰ ἡ, ΑΜανούσ. Τραγούδ. 15 - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 214 Δημητρ. βρουνταριˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ) Θεσσ. Θρᾴκ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Βελβ. Σιάτ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βροντάρα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τῆς βροντῆς ἐπιτεταμένος καὶ παρατεταμένος κρότος ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ὅταν κινήσουν νά ’ρθουν, βρουχές κὶ βρουνταριˬές, ὅταν γυρίσουν πίσου, ἥλιˬους, ξαστιριˬὲς Σιάτ. Ἰγώ ’μι τ’ς ἀστραπῆς πιδί, τ’ς βρουνταριˬᾶς ἰγγόνι Μακεδ. β) Συνεκδ. πᾶς ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας ἰσχυρὸς κρότος, Ἤπ. – ΑΜανοῦσ. ἔνθ’ ἀν. – Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 214: ᾎσμ. Τί χτύπος εἶν᾿ ποῦ γένεται καὶ βρονταριˬὰ μεγάλη, πολλὰ ντουφέκιˬα πέφτουνε καὶ φοβερὰ βροντοῦνε ΑΜανοῦσ. ἔνθ. ἀν. 2) Μεταφ. ἡ κατάπληξις ἡ προκαλουμένη ἐξ αἰφνιδίου ἀκούσματος δυσαρέστου εἰδήσεως Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Καθὼς τό ’μαθα, μοῦ ’ρθι βρουνταριˬὰ Ζαγόρ. Κακή τ᾿ς βρουνταριˬά! (εἴθε νὰ καταπλαγοῦν ὑπὸ δυσαρέστου εἰδήσεως! ἀρὰ) Ἤπ. Συνων. βρονταριˬάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/