ἀρμαθιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαθιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρμαθιˬὰ ἡ, ὁρμαθέα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) οὑρμαθὰ Μακεδ. (Μελέν.) ὁρμαθὲ Δ. Κρήτ. ὁρbαθιˬὰ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) γουρμαθιˬὰ Χίος ἀρμαθιˬὰ σύνηθ. ἀρμαθέα Αἴγιν. Μέγαρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀρματιˬὰ Μεγίστ. ἀρμαθκιˬὰ Χίος (Καρδάμ) ἀρμαχτιˬὰ Μακεδ. (Καταφύγ) ἀρματσιˬὰ Κάλυμν ἀρματσὰ Κάλυμν. ἀρμοθέα Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.) ἀμαραθιˬὰ Νίσυρ. ἀραμαθιˬὰ Θεσσ. (Καλαμπάκ) ᾽ρομαθιˬὰ Θρᾷκ. (Σαρεκκλ) ’ρουμαθιˬὰ Θρᾷκ. ’ροbαθιˬὰ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ’ρπαθιˬὰ Θρᾴκ. (Μυριόφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμάθι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬά.
Σημασιολογία
1) Ὁρμαθὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Μιˬὰ ἀρμαθιˬὰ κρεμμύδιˬα-σκόρδα-σῦκα-φλωριˬὰ κττ. σύνηθ. Ἀρμαθιˬὲς μαργαριτάρι Πελοπν. Δύο ἀρμαθέας μαργαριτάρ Κοτύωρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμάδα 1. β) Τὸ πολὺ ὥριμον σῦκον Μακεδ. (Βλάστ.) 2) Τὸ νῆμα τὸ περιτυλισσόμενον ἐπὶ τῆς ἀτράκτου Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA