ἀχλωρίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχλωρίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχλωρίλα ἡ, Πελοπν. - ΚΜαρίν. Χωριάτ. πασκαλόγ. ἐν Ν.Ἑστ. 5,334.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄχλωρος καὶ τῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις χλωροῦ χόρτου κατὰ τὸ θέρος: Τ᾿ ἀρνιˬὰ θὰ μπαφουσκιˬάσουν ἀπὸ τὴν κάψα κιˬ ἀπὸ τὴν ἀχλωρίλα ΚΜαρίν. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA