ἀρμαθˬιαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαθˬιαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρμαθˬιαστὸς ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμαθιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ εἰς ὁρμαθὸν συνειρμένος, ἀρμαθιασμένος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Οὕλους τσοὶ πρώτους τῶ Σφακιˬῶ δεμένους νὰ μοῦ φέρῃς, νὰ μοῦ τσοὶ πιˬάσῃς ζωdανούς, κιˬἀνένα μὴ σκοτώσῃς, bιστάgωνα κιˬ ἀρμαθιˬαστοὺς ἐπὰ νὰ τσ᾿ ἀποσώσῃς Κρήτ. Συνών. ἀρμάθιˬος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA