γεροντοκλέφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοκλέφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροντοκλέφτης ὁ, Πελοπν. (Αἴγ.) γεροντόκλεφτας Πελοπν. (Αἴγ. Πάτρ.) γερονdόκλεφτος Ἀστυπ. γιρουντόκλιφτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. κλέφτης.
Σημασιολογία
Ὁ «κλέφτης», ὁ ἀγωνιστὴς τῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς γηραιὰν ἡλικίαν Πελοπν. (Αἴγ. Πάτρ.) || ᾎσμ. ᾽Σ τὸ δρόμο ποὺ πηγαίναν καὶ ᾽ς τὴ δεμοσὰ ᾽παντήσαν ἕνα γέρο, γεροντόκλεφτα Πάτρ. 2) Κλέπτης φυγοδικῶν, γηραλέος ἀλλ᾽ εὔρωστος καὶ μεγαλόσωμος Ἀστυπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Μὰ αὐτὸς ἤτανε γερονdόκλεφτος καὶ τριγύριζε σὲ ᾽κεῖνα τὰ μέρη (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Ἕνας γιρουντόκλιφτους Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA