βροντήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροντήσιˬος ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. βουουdήσα Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Οὐδ. βρουdήσιˬου Θάσ.

Σημασιολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. βροντήσιος. 1) Μέγας κώδων, τὸν ὁποῖον κρεμοῦν εἰς τὸν λαιμὸν τῶν στείρων αἰγῶν Σαμοθρ. 2) Κώδων ἐξ ὀρειχάλκου Θάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/