γεροντοκομεῖο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκομεῖο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντοκομεῖο τό, Λεξ. Περίδ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ᾽εροdοκομεῖο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γεροντοκομεῖον.

Σημασιολογία

Γεροκομεῖο 1, ὃ βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ μὲ κάμετε θέτε νὰ πουλήσω τὰ πράματα μου νὰ σηκωθῶ νὰ πἀω ᾽ς τὸ ᾽εροdοκομεῖο (πράματα = κτηματικὴ περιουσία) Ἀπύρανθ. ᾽εροdοκομεῖο τὸν ἐδιˬάησα, λέει, τὸ gακορρίζικο! αὐτόθ. ᾽Σ τσὶ πολιτεῖς ἔχει ᾽εροdοκομεῖα κιˬ ὅτινα μὴν ἔχῃ κανεὶς δικοί d᾽ ἀθρῶποι, πά᾽ ἐκεῖ ᾽εροdοκομίζεται (ὅτινα== ὅταν, ἄν) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/