βροντόκραυγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντόκραυγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροντόκραυγος ἐπιθ. ΔΣολωμ. 51.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ κραυγή.

Σημασιολογία

Μεγαλόηχος, βροντώδης: Ποίημ. Θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον, | ποῦ νικάει τὴν ταραχή, τῶν βροντόκραυγων ἀρμάτων | καὶ πετε͜ιέται ὁλοῦ μὲ ὁρμή. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροντερόηχος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/