ἁρμα͜ιοζούμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμα͜ιοζούμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁρμα͜ιοζούμι τό, ἀμάρτ. ἁρμνα͜ιοζούμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρμα͜ιὰ καὶ ζουμί.

Σημασιολογία

Ὁ ζωμὸς τῆς ἁρμα͜ιᾶς, τῆς ἐν ἅλμῃ ὑφισταμένης ζύμωσιν κράμβης, ἔχων γεῦσιν ὑπόξινον: Ἔχουμ’ ἕνα ἁρμα͜ιοζούμ’ φλουρὶ πεˬά! (δηλ. ἔχον χρῶμα κίτρινον, σημεῖον καλῆς ποιότητος). Συνών. ἁρμοζούμι, ἁρμόζωμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/