ἀναταράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναταράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναταράζω, ἀναταράσσω Δ.Κρήτ.-Λεξ. ᾿Ηπίτ. ’Ελευθερουδ. ἀναταράζω σύνηθ. ἀνεταράσσω Κάρπ. Α.Κρήτ. ἀνεταράζω Αἴγιν. Καρπ Α.Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἁρχ. ἀναταράσσω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανακυκῶ, ἀναταράττω τι σύνηθ.: Κάθε φορὰ ποῦ θὰ πίνῃς τὁ φάρμακο νὰ τ᾽ ἀναταράζῃς. Μὴν ἀναταράζῃς τόν καφέ. ᾿Αναταράζω τὰ νερὰ-τὸ γιˬατρικὸ σύνηθ. Εἶdα νὰ τὸ κάμω γιˬὰ κωπέλλι δὲ gατέω, οὕλη μέρα γυρίζει ’ς τὰ ρυˬάκια κιˬ ἀναταράσσει τὰ πηλὰ καὶ φοβοῦμαι πῶς θὰ μοῦ κρυˬώσῃ Κρήτ. Συνών. ἀναδεύω Α 1. ἀνακατεύω Α 1, ἀνακατώνω Α1, ἀναμίγω 1. 2) Κινῶ τι, ταράττω, συγκλονίζω σύνηθ.: ᾿Ανατάραξε ὁ σεισμὸς τὸ σπίτι σύνηθ. ᾿Αναταράσσει ἣ --ὄρθα τὰ φτερά τση Κρήτ. Μὴν ἀναταράζῃς τὰ κλαριˬὰ Λεξ. Δημητρ. ’Ακούονταν ἡ γλήγορη ἀναπνοὴ ποῦ ξέφευγε κιˬ άνατάραζε τὰ στήθη της σὰν ἀνθρώπου λαχανιˬασμένου ΓΔροσίν. ’Αγροτ. ἐπιστ. 120. Εἴδανε τὴ γρα͜ιά πεσμένη χάμου μέσα ’ς τὸ καλαμπόκι ν᾽ ἀναταράζεται ΝΛουκόπ. ἐν Ἡμερολ Μεγ Ἑλλάδ. 1930 σ. 282. Τὰ νεῦρα μου ἀναταράζουνταν καὶ ’ς τὸ παραμικρὸ τρίξιμο Μποὲμ Ἀγριολούλ. 25. Ὅλο του τὸ κορμὶ ἀναταράχτηκε ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 62. ǁ ᾊσμ. Ὁ Δῆμος ἀναστέναξε κ᾿ ἡ γῆς ἆναταράχτη Λεξ. Δημητρ. Ἀπάνου ᾿ς τὴν τριανταφυλλεˬὰ | ἔφτειασε ἡ πέρδικα φωλεˬὰ κιˬ ἀναταράχτη ἡ πέρδικα | καὶ ’πὲσαν τὰ τριˬαντάφυλλα Πελοπν. (Οἰν.) ᾿Αναταράχτ’ ἡ θάλασσα κ᾽ ἔσπασαν τὰ καράβιˬα Ἰων. (Σμύρν.) Ἀναταράχτη ἡ ἐκκλησιˬὰ καὶ ’σβήσαν τὰ καντήλιˬα Πελοπν. Ποίημ. Ἀναταράζονται οἱ ἐρ’μιˬές, ἀχολογοῦν τ’ ἀμπέλιˬα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,17. Συνών. ἀναδεύω Α 2, ἀναμίγω 2, ἀνασείω 1, ἀνατραντάζω, σαλεύω. Καὶ ἀμετβ. κινοῦμαι Κρήτ.: Φρ. Ὅ,τι π᾿ ἀναταράσσει (μόλις ζῇ). 3) Μεταφ. ταράσσω τινὰ ψυχικῶς, ἐμβάλλω εἰς ταραχήν, ἐρεθίζω σύνηθ.: Σὰ θυμώνῃ ἀναταράζει τὸν κόσμο Λεξ. Δημητρ. Μ᾽ ἐνετάραξε μὲ τὰ λόγιˬα του Κρήτ. Τὸν εἴδα κ᾿ ἐνεταράχτηκα αὐτόθ. Ἀναταράσσεται κιˬ ἀγριεύει Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Οἱ χωριˬάτες γῦρο ᾿ς τὰ χωριˬὰ εἶχαν ἀρχίσει ν’ ἀναταράζωνται καὶ τὸ μεγάλο κίνημα τοῦ σηκωμοῦ δὲν ἦταν μακρεˬὰ ΓΒλαχογιανν Τὰ παληκάρ. 50. ǁ ᾎσμ. Τσ’ ὄντες τὴν εἶδ’ ὁ βασιλεˬὰς ὅλος ἀνεταράχτη τσ᾿ ἀφ᾿ τὰ νύχιˬ' ὥς τὴν κορφὴ ἐννεˬὰ φορὲς ἀλλάχτη Αἴγιν. - Ποιημ Καὶ κἄποτε φυτρώνει μέσ᾿ ᾽ς τὰ σπλάχνα μας κιˬ ἀναταράζει κἄποτε τὸ λογισμό μας κἄτι θλιμμένο τόσο ἣ τόσο φοβερὸ ποῦ τὸ κρατάμε μυστικὸ κιˬ ἀπὸ τὸ ἴδιˬο τὸ ἐγὼ μας ΚΠαλαμ ’Ασάλ. ζωὴ2 109. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πλουτάρχ. Φάβ. 26 «ὥστε τὴν πόλιν αὖθις ὑπὸ τῶν λόγων τούτων ἀναταράττεσθαι». Πβ. ἀναδεύω Β 1, ἀνακατώνω Β1, ἀνασείω 3, ἀναστατώνω. 4) Μεσ. αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν Κρήτ.: Μόνο νὰ θωρῶ τὰ φαητά τζη ἀναταράσσομαι. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 375 (ἔκδ. Wagner σ. 92) «κι ἀναταράσσομαι καὶ ’γὼ ὑπὸ τῆς μεθυσιᾶς του». Πβ. καὶ ἀρχ. Ἀριστοφ. Νεφ. 386 «ἐταράχθης τὴν γαστέρα» Συνών. ἀναγουλεύομαι 1, ἀναγουλιˬάζω 3, ἀναγουλίζω 1, ἀνακατεύομαι (ἰδ. ἀνακατεύω Α2Β), ἀνακατώνομαι (ἰδ. ἀνακατώνω Α2Β), ἀναρρεύομαι 1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/