ἄχνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄχνα ἡ, κοιν. ἄχινα Κρήτ. ἄγνα Κάρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἄθνα Λέσβ. Τῆλ. ἄφνα Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) ἄχλα Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄγλα Κύπρ. ἄχνη Ἄνδρ. Εὔβ. (᾿Οξύλιθ. Στρόπον.) Θρᾴκ. Κάρπ. Κύθν. Κύπρ. Κωνπλ. Νάξ. (’Απύρανθ. Κινίδ. Κορων.) Ρόδ. Σίφν. Στερελλ. (Κλών.) Σύμ. Τσακων. Χίος ἄχ' Μακεδ. (Βλάστ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) ἄχι’ Ἴμβρ. Κυδων. ἄγνη Κύπρ. ἄθνη Λεξ. Κὶνδ ἄθι' Λέσβ. ἄφνη Πόντ. (Σινώπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀχνίζω, παρ’ ὃ καὶ ἀθνίζω καὶ ἀφνίζω. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,76 καὶ ἐν ᾿Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. 'Αρχ. 3 κἑξ. Τὸ ἄχινα κατ᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου ὅπως καπνὸς-καπινὸς κττ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀτμὸς τοῦ ζέοντος ὕδατος ἢ ἄλλου ὑγροῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ.) Τσακων.: Τὸ φαεῖ βγάζει ἄχνα κοιν. Ἡ ἄχλα τοῦ χοχλαστοῦ νεροῦ Κύπρ. Συνών. ἀνάχνα 1, ἀχνάδα (Ι) 1. β) ᾿Οσμὴ φαγητοῦ, ἀναθυμίασις Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (᾿Αμισ.) Ρόδ. Τῆλ. - Λεξ. Δημητρ.: Ἡ ἄχνα τοῦ φαγητοῦ - τοῦ χαμομηλιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Τηγανίζει ψάιριˬα κ’ ἔφτασε ἡ ἄχνα ἐπά Μάν. Συνών. ἀχνάδα (Ι) 1Β. γ) Ὁμίχλη σύνηθ.: Ἡ ἄχνα τῆς αὐγῆς. Συνών. ἀχνάδα (Ι) 1γ. 2) Ὁ κατὰ τὴν ἀναπνοὴν ἐκπνεόμενος ἀὴρ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Τσακων.: Ἡ ἄχνα τὸ χειμῶνα θαμπώνει τὸ τζάμι Μάν. Βρομεῖ ἡ--ἄχνα του Κρήτ. Ἡ ἄχνη του ἐβρόμησ’ ἀ τὴ bεῖνα ᾿Απύρανθ. || Φρ. Ἄχνα δὲν ἀκούεται (ἐπὶ ἀπολύτου σιωπῆς). Δὲν βγάζω ἄχνα (σιωπῶ τελείως) κοιν. Ἄχνα! (ἄκρα σιωπὴ) Κρήτ. Βγῆκι ἡ ἄχνα μ᾽ (ἐκουράσθην) ᾿Αράχ. Σταμάτησι ἡ ἄχνα μ᾿ (ἐφοβήθην) αὐτόθ. Μόνου ἡ ἄχνη ἐπόμεινεν ἐπάνω του (ἐπὶ τοῦ ἐξηντλημένου καὶ μόλις δεικνύοντος σημεῖα ζωῆς) ᾽Απύρανθ. || ᾌσμ. Τραούδησες τσ᾿ ἣ ἄχνη σου μυρίζει σὰ dὸ μόσκο Κύθν. Βάλε με ’ς τ᾽ ἀgαλάκιˬα σου κιˬ ἂς εἶν᾽ ἀπόξω χιˬόνι, πάπλωμα δὲ χρειάζεται κ’ ἡ --ἄχνα σου μὲ σώνει Κρήτ. Κιˬ ἂ dὴνε χώσω, ἀγάπη μου, ’ς τὴ γλῶσσα μ’ ἀποκάτω, ἡ ἄχνα τοῦ στομάτου μου βγαίνει καὶ μολογᾷ το αὐτόθ. Συνών. ἀνάχνα 2, ἀχνάδα (Ι) 2. β) Μεταφ. ἡ καρδία ὡς ἕδρα τοῦ αἰσθήματος Στερελλ. (᾽Αράχ.): Δὲν εἶπι μιˬὰ βουλὰ ἡ ἄχνα τ’ κ᾿ ἡ ψ’χή τ᾽ νὰ μ᾿ φέρ᾽ ἕνα κόμπου νερό. Δὲν εἶν᾿ ἀπὸ ᾿τ᾿ νοὺς ποῦ πονάει ἡ ἄχνα τ᾿ κ᾽ ἡ ψ’χή τ᾿. 3) Μικρὰ ἀφορμή, πρόφασις Πόντ. (Κερασ.): Ἄχναν ἐγύρευεν νὰ μαλώνῃ. || Φρ. Γιˬὰ τὴν ἄχναν τοῦ δεῖνα (ἐξ αἰτίας τοῦ δεῖνα). Συνών. ἀχνιˬὰ (Ι) 3. 4) ’Ακτινοβολία θερμοῦ σώματος Κρήτ. Κύπρ.: ’Ποὺ τὴν ἄγλαν τοῦ λαμπροῦ ἐπυροκάησαν οἱ βοῦκ-κες της Κύπρ. ᾿Επυροκάην τ᾽ ὀφτὸν ’ποὺ τὴν ἄγλαν τῆς καρβουνιᾶς αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἀπ’ τὴ bληγὴ ποῦ μοῦ ᾿νοιξες τὸ αἷμα δὰ σοῦ δώσω κιˬ ἀποὺ τὴν ἄχνα τοῦ καηˬμοῦ τὸ χιˬόνι δὰ σοῦ λειώσω Κρήτ. 5) Ἐλαφροτάτη πνοὴ ἀνέμου Κέρκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τσακων. - ΚΠασαγιάνν. Μοσκ 65: Ἄχνη δὲ φυσᾷ ᾿Απύρανθ. Ἄχνα δὲ φύσαε, φύλλο δὲ σε͜ιόταν ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀχνάδα (Ι) 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/