βροντόμηλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντόμηλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροντόμηλο τό, Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Πελοπν. (Δημητσάν.) βρουντόμ’λου Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) βρουdόμ’λου Λῆμν. βροτόμηλο Κέρκ. Κύθηρ. Πελοπν. (Πύργ.) βρουdόμ’λου Θεσσ. (Πήλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ μῆλο.

Σημασιολογία

1) Τὸ μῆλον τῆς βροντομηλεˬᾶς, ὃ ἰδ., Θεσσ. (Πήλ.) Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κέρκ. Κύθηρ. Λῆμν. Πελοπν. (Πύργ.): Ἡ λ. μόνον ἐν τῷ αἰνίγμ.: Εἶχα μιˬὰ μηλεˬὰ κ’ εἶχε μῆλα, βροντόμηλα τὴν ἡμέρα τὰ ’κανε καὶ τὴ νύχτα τά ’βρισκε (ὁ οὐρανὸς μὲ τὰ ἄστρα) Κάτω Παναγ. 2) Εἰρων. πορδή, βδέσμα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/