ἀχνάδα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνάδα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχνάδα ἡ, (ΙΙ) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) Κεφαλλ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,6 καὶ 2,7 ᾿Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 244 ΔΣολωμ. 11 ΑΤραυλαντ. Ἐξαδέλφ. 43 - Λεξ. Μπριγκ. Μ᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

1) Λευκότης Θρᾴκ. ('Αδριανούπ. Αἶν.) - Γ᾿Επαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔσμιγε ἡ ἀχνάδα τοῦ χιˬονιˬοῦ μὲ τ’ ἀπόφωτο τῆς μέρας Γ’Επαχτίτ. Ἔνθ’ ἀν. 2) Ὠχρότης Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. -ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. ΑΤραυλαντ. ἔνθ' ἀν. - Λεξ. Μπριγκ. ΜἘγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἦταν χλομὴ χλομὴ καὶ μὲ βία κρατοῦσε τὰ δάκρυά της καὶ ἡ λύπη καὶ ἡ ἀχνάδα τὴν ἔκαναν πεˬὸ ὄμορφη ΑΤραυλαντ. ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. Πές μου σύ, τ᾽ εἶναι ἐκείνη ἡ ἀχνάδα ποῦ τὸ πρόσωπο τώρᾳ σκεπάζει; ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. 2,6. Βλέπαν ὅλοι τρομασμένοι | τὴν πολλὴν τοῦ Κίτσου ἀχνάδα αὐτόθ. 2,7. β) Ὠχρὸν φῶς ΔΣολωμ ἔνθ’ ἀν. Ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα | μισοφέγγαρο χλομό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/