γεροντοκοριτσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκοριτσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντοκοριτσιάζω Ι. Δραγούμ., Ὅσου ζωντ.2, 75.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γεροντοκόριτσο.

Σημασιολογία

Ἀποκτῶ ψυχολογίαν γεροντοκόρης, μαραίνομαι: Ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκεῖ πέρα εἶναι πάντα ἡ Ἑλληνικὴ ψυχή, μὰ τὴν ἔχει ζαρώσει, μικρύνει, σταφιδιˬάσει, γεροντοκοριτσιˬάσει... ἡ ἀπιστία καὶ ἡ παλιˬανθρωπιˬὰ τῶς ἀρχόντων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/