βροντοτρίχιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντοτρίχιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βροντοτρίχιˬασμα τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 61 - Λεξ. Βλαστ. 402.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βροντοτριχιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀσθένεια τῶν αἰγῶν, τὸ γῆρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA