ἀνατέλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατέλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατέλλω Αἴγιν. Ἤπ. Ἴος Κρήτ. Κύπρ.-Λεξ. Βλαστ. 364 Δημητρ. ἀνατέλνω Λεξ. Βλαστ. ἀνατείλλω Πόντ. (Τραπ. κ. ἀ.) Χηλ ἀνετέλλω Ἀνδρ. (Κόρθ.) Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνατέλλω. Τὸ ἀνατείλλω κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἀνέτειλα.
Σημασιολογία
1) Ἀνέρχομαι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης καὶ τῶν ἀστέρων ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Ὁ ἥλιˬος ἀνατέλλοντας τὰ στήθηˬα σου ἀγναντεύει καὶ ’ς τὰ ξανθά σου τὰ μαλλιˬὰ φέ’ ὅταν βασιλεύῃ Ἤπ. Σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμα͜ιὸ χαράκι, κάθεται ἀεˬτὸς βρεμένος, χιˬονισμένος, καί παρακαλεῖ τὸν ἥλιˬο ν᾽ ἀνατείλῃ, Ἥλιˬε, ἀνάτειλε, ἥλιˬε, λάμψε καὶ δῶσ᾿ μου Κρήτ. Ἡ κόρη στέκ’ ’ς τὴν αὐλν ἀτ’ς κιˬ ὁ ἥλöν ἀνατείλλε Τραπ. Ἔπαρ’, ξένε, τὰ ροῦχα σου, ’ς τὴ μάννα σου τὰ πάνε κ’ ἐδῶ νερὸ δὲ βρίσκεται, ἥλιˬος δὲν ἀνατείλλει (μοιρολ.πάνε = πάγαινε) Χηλ. ǁ Αἴνιγμ. Τὸ φίδι εἶναι ᾿ς τὴ θάλασσα τσ’ ἡ θάλασσα ᾿ς τὸ φίδι τσαὶ ᾿ς τοῦ φιδιˬοῦ τὴν τσεφαλὴ ὁ ἥλιˬος ἀνατέλλει (ὁ λύχνος) Ἴος. ᾿Αντίθ. βασιλεύω, βουτῶ, δύω. 2) Ἔμφανίζομαι, παρουσιάζομαι Κρήτ. Κύπρ.: ᾎσμ. Γεῖς κυνηγὸς ἀνάτειλεν ὄξ’ ἀπὸ τσ᾽ ὄξω χῶρες (γεῖς=εἷς) Κρήτ. 3) ᾿Αναβρύω, ἀναβλύζω, ἐπὶ πηγῆς Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἀνάμεσα ᾿ς τὰ δυˬὸ δεντρὰ ἀνέτειλε μιˬὰ βρύσι Κύπρ. Διὰ τήν σημ. πβ. Αἰλιαν. Περὶ ζῴων 14,16 πηγῆς τινος ἀνατελλούσης ἐν ὥρᾳ θερείαν. Συνών. ἀνοίγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA