βροντόφωνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντόφωνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βροντόφωνος ἐπίθ. ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 2,273 ΦΠανᾶ Λυρικ. 118 ΔΒαλαωρ. Ἔργα 3,83 Δ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,255 - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βρουντόφουνους Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) βροdόφωνος Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) βροντοφῶνος ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,83.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ φωνή. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων βροντώδη φωνήν, βαρεῖαν καὶ ἠχηρὰν ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι μιˬὰ βροdόφωνη γυναῖκα Πελοπν. (Μάν.) Βροdόφωνος ψάλτης Πάρ. Ἕνα ἀνάκρασμα βροντόφωνο πετάχτηκε ἀπὸ τὰ στήθηˬα τους Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. Κ’ ἕνα Τιτᾶνα ὅταν θὰ ἰδῇς μέσ᾿ τῶν Μουσῶν τὸν κῆπο, σὰν Ταξιάρχης νὰ κρατῇ βροντόφωνη φλογέρα ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν. Δὲν θὰ σείσῃ τὸν ἀγέρα μὲ βροντόφωνη λαλιˬά, διˬαλαλῶντας τὴν ἐλα͜ιὰ ΓΣουρῆς ἔνθ’ ἀν. Λαλοῦν φλογέρες Γύφτικες, ἀκούονται τραγούδια, καὶ βροντοφῶνα τύμπανα καὶ θόρυβος καὶ γέλιˬα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροντερόηχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA