ἀνατινάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατινάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατινάζω, ἀνατινάσσω Θήρ. Κρήτ. ἀντινάσσω Κύπρ. ἀνατινάζω πολλαχ. ἀνατ’νάζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνατινζω Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ἀνετινάσσω Θήρ. Α.Κρήτ. Σεριφ.-Λεξ. Μπριγκ. ἀνετινάζω Νάξ. Μέσ. ἀνετινάτσομαι Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνατινάσσω.
Σημασιολογία
Α) ’Ενεργ. 1) Σείω, κινῶ τι βιαίως, ἀνατινάσσω πολλαχ. : Ἀνατινάζω τὰ χέριˬα μου Νάξ. Ἀντίναξε τὰ ροῦχα νὰ φύγῃ ὁ κορνιˬακτός Κύπρ. Πάαινε ἀντίναξε τὲς πατάτες νὰ μὲν πκιˬάσουν ᾿ποκάτω (νὰ μὴν κολλήσουν εἰς τὸν πυθμένα τῆς χύτρας) αὐτόθ.ǁ Φρ. ’Ανατινάζω τό γιˬακά μου (αἰσθάνομαι ἰσχυρὰν ἀποστροφὴν πρός τινα (ἄνθρωπον. Συνων φρ. τινάζω τὸ γιˬακᾶ μου) Λεξ. Δημητρ. Τοῦ ἀντίναξεν μιˬὰν (βραχυλ. ἀντὶ τίναξε τὸ χέρι του καὶ τοῦ ’δωσε μιˬὰ γροθεˬά, χαστουκεˬὰ κττ. Συνων φρ. τοῦ ἄναψε μιˬὰ-τοῦ ἄστραψε μιˬὰ κλπ.) Κύπρ. ǁ Παροιμ. Τρώει τιˬ ἀντινάσσει τὴν ποδκεˬάν του (ἐπὶ ἀχαρίστου) αὐτόθ.ǁ ᾎσμ. Ν’ ἀνατινάξω τὸ κλαρὶ νὰ πέσῃ τ’ ἄνθι χάμω Λεξ. Δημητρ. Συνων. τινάζω. 2) Τινάσσων ἀπορρίπτω τι Κύπρ. : Ἀντίναξεν τον ὁ ἄπ-παρος ἀπὸ τὴν ράχιν του. Β) Μες. 1) Πηδῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἀναπηδῶ ᾿Αθῆν. (παλαιότ): ᾎσμ. Ἀνατινάχτου, Χατζαλῆ, καὶ κάθου ᾿ς τὴν κολόννα κιˬ ἄκου τὴν ἀδερφούλλα σου ποῦ ’ρυˬάζει σὰν τρυγόνα. 2) Συγκλονίζομαι ἐκ συγκινήσεως, φόβου ἢ ψυχικῆς τινος νόσου πολλαχ καὶ Ποντ (Κερασ. Τραπ.): Σὰν τ᾽ ἄκουσε ἀνατινάχτηκε Λεξ. Δημητρ. Ἠνετινάχτηκε ἀπάνω ἀπὸ ᾿κεῖ ποῦ κάθουdα Θήρ. ᾿Εχπάραξέ με κ᾽ ἐνετινγα (μὲ ἐξύπασε καὶ ἀνετινάχθην) Τραπ. ǁΦρ. ᾿Αντινάχτηκε τό μωρὸν (συνεκλονίσθη προσβληθέν ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA